Ώρα δυο παρά κάτι θύμησες.
Θολός αέρας και αψύς καπνός,
να γδέρνουν καυτά μονοπάτια στη γλώσσα.
Έξω, στιλπνό, μαύρο τ΄ αγιάζι, μα μέσα ζεματά η προσμονή.
Νικοτινούχος ζάλη.
Γεύση, πικρή.
Έξω, στιλπνό, μαύρο τ΄ αγιάζι, μα μέσα ζεματά η προσμονή.
Νικοτινούχος ζάλη.
Γεύση, πικρή.
Χρυσός λυκίσκος και οινόπνευμα.
Ένα κοφτό ανατρίχιασμα, χωμάτινο νανούρισμα.
Ένα κοφτό ανατρίχιασμα, χωμάτινο νανούρισμα.
Ζεστές αναπνοές και παγωμένες ψευδαισθήσεις.
Μαζί.
Γεύση, στυφή.
Μαζί.
Γεύση, στυφή.
Αλκοολικό ταξίδι, πρόσθιος λοβός – αμυγδαλή,
Χωρίς επιστροφή.
και εκεί, σκιές οικείες σαρκώνονται νωχελικά.
Γραπώνονται στην άκρη του λογισμού και περιπαίζουν.
Γραπώνονται στην άκρη του λογισμού και περιπαίζουν.
Επίγευση, γλυκόπικρη.
Ώρα, δύο ακριβώς.