Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Necropolis.


Νεκρόπολη: (ουσ. σύνθετο εκ των Νεκρός + Πόλη) Τόπος ταφής έξω από τη πόλη. Συχνά σύνολο νεκροταφείων στον ίδιο χώρο. 


Αλλιώς, η Πόλη των Νεκρών. Εκεί που καταλήγουν όσοι θέλουμε να ξεχάσουμε και ό,τι δεν θέλουμε να βαραίνει το μυαλό μας. Μερικά πράγματα είναι πολύ ζοφερά για να τα αναλογιζόμαστε, ούτε επιθυμούμε να καταστρέφουν την, βαμμένη με φωτεινά χρώματα, αισθητική της καθημερινότητάς μας. 
Έτσι, μια φορά και έναν καιρό, σε μια κοινωνία, μαθημένη να ζει σε μια καθολική ευχάριστη και εύπεπτη ψευδαίσθηση, ο Θάνατος έγινε Επιχείρηση. Μια τεράστια επιχείρηση συστηματικής λήθης. Τεράστιες πόλεις-εκτενή Νεκροταφεία χτίστηκαν εκατοντάδες μέτρα κάτω από τη γη και ένα ολόκληρο σιδηροδρομικό σύστημα δομήθηκε μόνο για μια δουλειά: Τη μεταφορά των Νεκρών , από κάθε γωνιά κατοικημένη, εκεί που κανείς δεν μπορεί να τους δει. Εκεί που όλοι μπορούν να προσποιούνται πως συνεχίζουν να υπάρχουν και να ζουν σε μια δική τους πόλη και κοινωνία.
Μέσα, λοιπόν, από έναν συλλογικό μηχανισμό απώθησης, μπήκαν τα θεμέλια για την Νεκρόπολη. Ένα τεράστιο Ιερό χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Γης, να φυλάει τα λείψανα και τις Ιστορίες όσων έχουν ξεχαστεί....


***********


Οι δρόμοι της Νεκρόπολης είναι άδειοι. H σιωπή, εκκωφαντική. Εδώ, τόσα μέτρα κάτω από όλες τις συμβατικές πόλεις, ο χρόνος μοιάζει σταματημένος. Ωστόσο, όσοι ζωντανοί έχουν την ατυχία να κατοικούν εδώ, έχουν αποκτήσει ένα πολύ ισχυρό εσωτερικό ρολόι. Ωθούμενοι από τις δεισιδαιμονίες τους, ξέρουν να μην ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους  από τη στιγμή που ο ήλιος έχει δύσει για τον πάνω κόσμο. Αυτές οι ώρες ανήκουν σε άλλους. Έτσι ψιθυριζόταν από τη στιγμή που έγινε η πρώτη ταφή και όμως κανείς ποτέ δεν τόλμησε να το εξακριβώσει . Καλό είναι να μη μπλέκεις με αυτούς...
Λυχνίες που δεν σβήνουν ποτέ, ρίχνουν ένα αρρωστημένο φως στις προσόψεις  των,  Οικιών και των τάφων, και κάνουν τις σκιές να φαντάζουν ζωντανές. Μια απ’ αυτές , κρυμμένη σε έναν παράδρομο, φαίνεται να σαλεύει διαφορετικά από τις άλλες. Παίρνει θέληση και αποκόπτεται από την υπόλοιπη σκούρα μάζα. Σχεδόν αμέσως την ακολουθεί μια σκυφτή φιγούρα, που διασχίζει τον κεντρικό δρόμο. Το μακρύ τριμμένο πανωφόρι και η κουκούλα που φοράει δεν μπορούν να κρύψουν το αλλόκοτο σουλούπι του. Συνεχίζει το βάδισμά του, μέχρι εκεί που τελειώνει ο δρόμος και ξεκινά ο γκρεμός .Τότε, σταματάει, κάθεται στην άκρη και κοιτάζει: Ακριβώς από κάτω του, στα 15 μέτρα, ξεκινάει το Νεκροταφείο της δεύτερης θέσης. 
Ο φύλακας της Νεκρόπολης αφήνει την κουκούλα να πέσει από το πρόσωπό του και το τρεμάμενο φως από τους φανούς αποκαλύπτει το γκροτέσκο παρουσιαστικό του.... 
Δυο κακομούτσουνα ανδρικά κεφάλια στέκονται πάνω σε φαρδιούς ασύμμετρους ώμους, ενώ ένα τρίτο χέρι, ατροφικό και ασάλευτο, ξεπροβάλλει από την αριστερή πλευρά του θώρακα, για την ώρα, τυλιγμένο μέσα στο πανωφόρι και εν μέρη αθέατο. Ο Κάιν και ο αδερφός του Άβελ, είναι παρασιτικά δίδυμα, και αναγκασμένοι να μοιράζονται το ίδιο σώμα μέχρι θανάτου. Τα ονόματά τους δεν τα γνωρίζει κανείς. Για τους υπόλοιπους είναι απλά «Το Τέρας» ή «Το Φρικιό».
Με αργές κινήσεις, ο Κάιν βγάζει το φλασκί του και πίνει δυο γουλιές ουίσκι, ενώ δίπλα του, το στόμα και ο λαιμός του αδερφού του, αντιγράφουν αντανακλαστικά τις κινήσεις του... Πάντοτε τον μάγευε η ησυχία της Νεκρόπολης. Ιδίως τη νύχτα... Όταν οι Ζωντανοί είναι κλειδωμένοι στα σπιτάκια τους και δεν τον ενοχλούν! Καθώς βλέπει τις αχανείς εκτάσεις νεκρικών κατοικιών, το μυαλό του ταξιδεύει και αναμνήσεις από χρόνια πριν αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια....



«Μέσα σε αυτό το σπίτι είστε ασφαλείς. Αν βγείτε ποτέ έξω, οι Νεκροί θα σας βρουν και αυτό θα είναι και το τέλος σας!»




Αχνά, αυτή η φράση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στο μυαλό του.... Αυτό τους έλεγε η Γιαγιά κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν, αντί για το παραμύθι που θα έλεγε μια οποιαδήποτε άλλη γιαγιά στα εγγόνια της. Τη θυμάται, με τα μακριά ανακατωμένα άσπρα μαλλιά και τα μαύρα ρούχα, να στέκει πάνω από το προσκεφάλι τους κρατώντας ένα κερί. Η φλόγα του έριχνε περίεργες σκιές στο ζαρωμένο πρόσωπό της και τον τρόμαζε.... Σχεδόν τόσο, όσο και οι Νεκροί για τους οποίους προειδοποιούσε. Πόσα χρόνια πριν; Φαίνεται να έχει ξεχάσει... Το μυαλό του δεν τον βοηθούσε ποτέ.
Θυμάται μόνο τη Γιαγιά... Αυτή τη γρια κουρούνα που τους περιμάζεψε, όταν η μητέρα τους πέθανε στη γέννα. Αυτή τη γυναίκα που τους ονομάτισε  Άβελ και Κάιν (ειρωνικό, αν αναλογιστεί κανείς πως ο ένας κάποια στιγμή, θα προκαλέσει τον θάνατο του άλλου#.)! Λιγομίλητη, και δύστροπη όπως ήταν, ποτέ δεν τους έδειξε αγάπη ή έστω λίγη συμπάθεια, παρ’ όλα αυτά φρόντισε να τους μάθει γραφή και ανάγνωση και υπήρξε το μοναδικό πλάσμα με το οποίο είχαν επαφή και εμπιστεύονταν και αγαπούσαν.
Μέχρι που τους ‘εγκατέλειψε’. Ένα πρωινό, όσο ήταν ακόμα αρκετά μικροί για να καταλάβουν, ξύπνησαν και την βρήκαν να ασάλευτη στο κρεβάτι της. Όσο και αν προσπαθούσε ο Κάιν, η Γιαγιά δεν φαινόταν να ήταν πρόθυμη να ξυπνήσει και έτσι, συμπεραίνοντας πως ήταν πολύ κουρασμένη, την άφησε να σηκωθεί μόνη της.
Μια εβδομάδα μετά, η πόρτα της καλύβας τους, έσπασε με έναν δυνατό κρότο! Η μυρωδιά από το αποσυντιθέμενο πτώμα που έβγαινε από το σπίτι της γριάς μάγισσας, ενόχλησε όσους έμεναν κοντά και έτσι μπήκαν για να ερευνήσουν.  «Οι Νεκροί! Οι Νεκροί ήρθαν!» σκέφτηκε πανικόβλητος ο Κάιν, και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Δεν ήταν όμως οι Νεκροί, αλλά οι Ζωντανοί αυτοί που εισέβαλαν τότε στο σπίτι τους και τα μικρά αλλόκοτα δίδυμα έμαθαν ένα μάθημα: Δεν είναι οι Νεκροί αυτοί που πρέπει να φοβούνται, αλλά οι Ζωντανοί.
Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα τους και ο Κάιν σκέφτεται πως ο Άβελ είναι τυχερός που από τη στιγμή που γεννήθηκε δεν μπορεί ούτε να δει ούτε να καταλάβει  τίποτα. Ίσως είναι καλύτερα για αυτόν, να ζει στην ευφορία της άγνοιάς του. Μερικές φορές αναρωτιέται αν πονάει, αλλά ξέρει πως την απάντηση δεν θα την μάθει ποτέ... 
Πόνος.... Εξευτελισμός. Μίσος. Ο Άβελ είναι ο τυχερός... Αν και στο ίδιο σώμα, ποτέ δεν χρειάστηκε να τα αντιμετωπίσει αυτά.
Ξαφνικά κάνει μεταβολή και φεύγει από το σημείο που καθόταν. Στα δεξιά υπάρχει μια ελικοειδής σκάλα που οδηγεί στη Δεύτερη Θέση, την βρίσκει και αρχίζει να κατεβαίνει βιαστικά. Οι πρώτες του επαφές με τους Ζωντανούς, από εκείνη τη μέρα δεν είναι παρά μια θολούρα, αποσπάσματα φράσεων και αισθήσεων που στροβιλίζονται όπως ακριβώς και αυτή η σκάλα.
Σκιές σκυμμένες από πάνω του. Περιεργάζονται. Επιφωνήματα απέχθειας. Αηδίας. Τρόμου:
«Θεέ και κύριε, τι πράμα φύλαγε αυτή η γριά στο σπίτι της;»
«Ήταν μάγισσα. Σπόρος του Σατανά είναι!»
«Δεν του αξίζει ζωη...»
«Κακομούτσουνο και αποκρουστικό»
«’Ενα Τέρας...»
«Λέτε να το κάψουμε;»
«Δαιμόνιο είναι μέσα του! Άκου το πως κλαίει;»
«Μπορούμε να το αναγκάσουμε να βγει από μέσα του όμως....»
 Πόνος. Πόνος. Πόνος! Φωτιά και προσευχές και ουρλιαχτά. Αίμα. Πολύ αίμα.
Σημάδια στη σάρκα που δεν λένε να σβήσουν. Δυο καρδιές που σφυροκοπούν. Ένα σώμα που τρέμει. Σκοτάδι.
......
Μετά και άλλες φωνές:
«Μα αυτό είναι ένα παράδοξο! Μπορούμε να μάθουμε τόσα πολλά από δαύτο...»
«Πάρτε το στο εργαστήριο... Τι στέκετε και κοιτάτε;»
Βελόνες που μπήγονται  στο δέρμα. Δηλητήριο στις φλέβες. Ηλεκτρισμός και καλώδια χωμένα κάτω από το δέρμα. Νυστέρια που σκίζουν το κεφάλι και το κορμί. Ακόμα περισσότερες βελόνες που ράβουν. Κόκκαλα που σπάνε και μηχανές που βουίζουν. Και άλλος πόνος. Και άλλο αίμα.... Τ Ρ Ο Μ Ο Σ!
Έτσι, κυλούσε ο χρόνος, μέχρι που μια μέρα...
«Αρκετά. Δεν το χρειαζόμαστε άλλο.»
«Τι θα γίνει;»
«Πρέπει να το ξεφορτωθούμε.»
«Ευθανασία;»
«Και αν....; Αν είναι λάθος να το θανατώσουμε;»
«Τότε πρέπει να το μεταφέρουμε κάπου. Κάπου που λίγοι θα είναι αυτοί που θα το βλέπουν!»
«Στη Νεκρόπολη. Εκεί θα το στείλουμε και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ για αυτό το πλάσμα. Σαν να μην υπάρχει!»
Χέρια τον τράβηξαν απ’τη γωνία που είχε κρυφτεί. Θα πάει στη Νεκρόπολη, έτσι του είπαν και τον έχωσαν μέσα σε ένα κατασκεύασμα που έλεγαν τρένο... Δεν τον ενδιέφερε. Είχε παύσει προ πολλού να ενδιαφέρεται για ό,τιδήποτε... Ώσπου στα αυτιά του έφτασε μια κουβέντα: Θα ταξιδέψει μαζί με τους Νεκρούς....
«...Αν βγείτε ποτέ έξω, οι Νεκροί θα σας βρουν και αυτό θα είναι και το τέλος σας...»
Το Τέλος... Το Τέλος! Πώς το ήθελε το τέλος! Τη λύτρωση! Οι Νεκροί ήταν η λύση! Σε αυτό το τρένο, σε αυτό το ταξίδι θα τέλειωναν όλα του τα μαρτύρια! 
Οι πόρτες έκλεισαν. Το τρένο άρχισε να κινείται, και ο μικρός Κάιν, τόλμησε επιτέλους να δει γύρω του. Κουκέτες με φέρετρα κλειστά. Εκεί μέσα είναι! Δίστασε λίγο. Αδημονούσε και φοβόταν. Το τέλος σήμαινε λύτρωση και πόνο... 
Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε ένα ένα τα καπάκια από τα φέρετρα και έκατσε στο κέντρο του βαγονιού με τα χέρια να καλύπτουν το κεφάλι του, περιμένοντας. Τίποτα. Σύντομα αναθάρρεψε, σηκώθηκε, κοίταξε μέσα σε ένα από αυτά και για πρώτη του φορά αντίκρισε τους τρομερούς Νεκρούς της γιαγιάς του. Χλωμοί και ακίνητοι και παγωμένοι... Γαλήνιοι. Πανέμορφοι. Τόσο διαφορετικοί από τους Ζωντανούς, γιατί κάτι τους έλειπε! Αυτοί, δεν θα τον έβλαπταν ποτέ...
Φτάνοντας στον προορισμό του, τον περίμεναν δυο Ζωντανοί για να του εξηγήσουν τα καθήκοντά του:
«Οι μόνιμοι κάτοικοι εδώ είναι πενήντα, και ασχολούνται με γραφειοκρατικά θέματα και τον σχεδιασμό νέων ταφικών εγκαταστάσεων. Δική σου δουλεία είναι οι ταφές των νεκρών και θα μένεις στη καλύβα στο άκρο του Βορινού Νεκροταφείου... Ότι ήταν να μάθεις το έμαθες, λοιπόν... Σύρε τώρα και φρόντισε να μη μας ενοχλείς. Και μια προειδοποίηση: Μη βγαίνεις έξω τη νύχτα. Είναι η ώρα τους, λένε! Σαχλαμάρες λέω εγώ, αλλά είναι κανονισμός.»
Και όμως, δεν ήταν σαχλαμάρες. Δεν είναι σαχλαμάρες. Έτσι όπως περπατάει ανάμεσα στους τάφους, τους νιώθει ακόμα και τώρα, όπως τους ένιωθε κάθε βράδυ. Να συστρέφονται μέσα στους τάφους τους, τα αποστεωμένα χέρια να χτυπάνε τις πλάκες ζητώντας να βγουν έξω.... Ως ανθρωπόμορφες σκιές που σαλεύουν στην άκρη του ματιού του, και χάνονται όταν στρέφει προς αυτούς το βλέμμα. Ως αχνοί ψίθυροι πίσω από τη πλάτη του. Και η παγωνιά που συνοδεύει το ξύπνημά τους... Πώς του αρέσει αυτή η παγωνιά! Μουδιάζει το κορμί του, και για λίγο, γίνεται και αυτός ένας από αγαπημένους του νεκρούς...
Από τη πρώτη στιγμή που τους αντίκρισε στο τρένο, τους αγάπησε. Ήθελε τη συντροφιά τους, καμάρωνε τη σιωπή τους, την αταραξία τους, τη μαγεία τους. Να τους ακούει να προσπαθούν να ελευθερωθούν, κλεισμένοι σε κελιά, ήταν τρομερό! Οι Ζωντανοί τους βασάνιζαν. Όπως ακριβώς και αυτόν... Αμέσως, λαχταρούσε να τους ελευθερώσει από τη φυλακή τους, αλλά δίσταζε και πονούσε από τη δειλία του. Για πολύ καιρό η επιθυμία του, τον έπνιγε και τον τρέλαινε μέχρι που τον λύγησε!   Ξεκίνησε με έναν τάφο, και σιγά σιγά προστέθηκαν και άλλοι πολλοί, γιατί πώς θα μπορούσε να τους έχει φυλακισμένους εκεί μέσα; Κάθε βράδυ τους έδινε την ελευθερία τους και αυτοί τον αντάμειβαν με τη συντροφιά τους. Έγιναν , για αυτόν, φίλοι, και οικογένεια και ερωμένοι... Και τιμωροί. 
Δεν μπορεί να κρύψει το χαμόγελο από τα χείλη του, καθώς προχωράει  ανάμεσα από ανοιγμένους τάφους προς την είσοδο των κατακομβών... Η παγωνιά τον διαπερνά και οι Νεκροί του γνέφουν. Κανείς δεν αναρωτήθηκε για ποτέ για τις σποραδικές εξαφανίσεις που σημειώνονταν ανάμεσα στους Ζωντανούς. Δεν άντεξαν άλλο και έφυγαν, έλεγαν μεταξύ τους. Όσο για τον Κάιν; Ήξερε πως ήταν τω δώρο τον Νεκρών για αυτών και το αίμα των δυναστών του στο κορμί του, φάνταζε πορφύρα. Πορφύρα για τον Βασιλιά των Νεκρών.
Το γέλιο του αντηχεί στα τοιχώματα των υπόγειων τάφων. Αγαπάει τους Νεκρούς γιατί είναι οι οικείοι του, οι υπήκοοι και οι αφεντάδες του... Και τώρα πάει να βρει και την αγαπημένη του. Αυτή που οι ζωντανοί φυλάκισαν κάτω από τη γη. Αυτή που αυτός ελευθέρωσε. Του κόβεται η ανάσα έτσι όπως τη βλέπει να κείτεται στο φέρετρο, υπέροχη! Πέφτει στα γόνατα και δεν μπορεί να συγκρατήσει τους λυγμούς του όταν το νεκρό νεανικό σώμα σηκώνεται και στρέφεται προς το μέρος του, το λευκό σάβανο κυλάει και αποκαλύπτει νεκρή σάρκα. Υπέροχη. Τούτο το χέρι, γυμνό από δέρμα και ιστούς, αγγίζει το κεφάλι με όση τρυφερότητα δεν τον άγγιξε ποτέ χέρι ζωντανού! Εδώ, μαζί με τους πεθαμένους, είναι επιτέλους ευτυχισμένος.





Τέλος.


Σ.Σ: Παραθέτω λοιπόν και ένα διήγημα που έγραψα ως συμμετοχή για έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ars Nocturna. Τα αποτελέσματα βγήκαν και τελικά, αν και διακρίθηκα δεν είμαι στην δεκάδα που θα εκδοθεί. Επομένως... Ήρθε η ώρα να το ανεβάσω στο Blog μου!