Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Νεκροί Ξανά

«... Αν είμαι δειλή;»
 Πίνω μια γουλιά ποτό. «Κυνηγάω νεκρά πράγματα. Πώς θα το έλεγες εσύ αυτό;» 
«Φοβάσαι.» Με κοιτάς με εκείνα τα μαύρα μάτια που τόσο με ξέρουν. 
«Φοβάμαι. Φοβάμαι να αντικρύσω τα ζωντανά. Τα τόσο ευμετάβλητα. Τα ψόφια είναι άλλη ιστορία, φίλε μου... Μια φορά πεθαμένος, πάντα πεθαμένος. Δεν χωράνε νεκραναστάσεις...» 
«Έτσι είναι..» 
«Εσύ;» 
«Και εγώ...» 
«Φαντάζομαι.» 
  ΄      Στραγγίζεις το περιεχόμενο του ποτηριού σου και με κοιτάς σοβαρά: 
«Πώς καταντήσαμε έτσι; Μου λες;» 
«Εμείς μας καταντήσαμε έτσι, ρε! Εμείς και αυτοί.» 
«Χαχα!» Άνιωθος και άψυχος ο καγχασμός σου. Κρυώνω και ζαλίζομαι. 
           Είναι πάντα νύχτες κρύες και βροχερές, όταν, με στόμα ξεραμένο από το πιοτό και μάτια βουρκωμένα από τον καπνό ~πάντα απ’αυτόν. Να κρύβει τα άλλα τα δάκρυα~ καταλήγουμε σε τούτες τις κουβέντες. Είναι πάντα εκείνες τις ώρες, όταν οι δείκτες του ρολογιού παγώνουν στις άδειες ώρες πριν το χάραμα που πέφτουν οι μάσκες.. Κανείς μας δεν μιλάει. Σιωπή. 
«Δεν τη μπορώ αυτή την ησυχία. Πάω να βάλω μουσική, έτσι;» 
«Άντε...» δεν γυρίζεις να με κοιτάξεις. 
Με έναν στεναγμό σέρνω τα βήματα μου, νωχελικά προς στο πικάπ. 
«Ορίστε.» Στο δωμάτιο απλώνεται κάποια τζαζ μελωδία.. 
«Βινύλιο; Τι δράμα...» Γελάς. Αυτή τη φορά πιο ζωντανά. Καταρρέω πάλι στον καναπέ δίπλα σου και από κάπου έξω ακούγεται μια βροντή. Έρχεται καταιγίδα. 
«Όλα ακούγονται πιο ωραία στο βινύλιο. Μου είπαν πως τότε ήταν όλα πιο ωραία. Άλλες εποχές, βλέπεις. Πιο ζωντανές, πιο αθώες, πιο νοσταλγικές! Τα Χρόνια του Βινυλίου... Δεν τα έζησα για να ξέρω, αλλά μ’αρέσει να φαντάζομαι...» Απαντώ. 
«Κάποτε, όταν η μουσική θα είναι απλά συχνότητες που θα ταξιδεύουν στο διάστημα (και εμείς κανονικοί νεκροί), τα ίδια θα λένε και θα τα δικά μας τα CD και τα mp3. Κάθε τότε και καλύτερα, και τα συναφή... Ξέρεις μωρέ πως πάει...» 
         Σωπαίνουμε. Έχει ρίξει ψύχρα, κουρνιάζω πιο βαθια στον καναπέ και σε κοιτάζω να τραβάς μια ρουφηξιά από το τσιγάρο σου. Οι καπνοί που ξεφεύγουν από τα χείλια σου διαλύονται στον αέρα και χάνονται στο σκοτάδι. Πάω να βάλω ποτό μα το μπουκάλι είναι άδειο. Γελάω: 
«Όλα γυρίζουν!» σου πετάω, «βλέπεις;» 
«Μη δίνεις σημασία..» Ακούω τη καρδιά σου, και χαμογελάω μόνη μου.. Και άλλες σιωπές. Πολλές σιωπές. Σκέφτομαι αυτά που είπες πριν.
 «Μου λείπει το τότε, ρε πούστη!» καταλήγω, «όταν ακόμα οι μέρες κυλούσαν αργά. Όταν τα καλοκαίρια ήταν κίτρινα, τα φθινόπωρα χρυσά, οι χειμώνες μώβ και η άνοιξη πράσινη με λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα. Και παπαρούνες! Πού πήγε το Τότε;» 
Συνοφρυώνεσαι: 
«Οι εποχές είναι πια ίδιες. Και οι μέρες.; Ένα πετάρισμα των βλεφάρων και χάνεις καμιά ντουζίνα. Πεθάναμε. Πεθάναμε, αγαπητή μου, πριν προλάβουμε να ζήσουμε!»
 «Γιατί έτσι ρε γαμώτο;» 
«Για να σου πω: Θυμάσαι την Άνοιξη; Τη θυμάσαι; Σε κάποια άνοιξη, υπήρξαμε και εμείς χελιδόνια. Μέχρι που μας κόψαν τα φτερά. Το Καλοκαίρι το θυμάσαι, έτσι; Πώς αγαπούσαμε τη θάλασσα... Μας πνίξαν. Μας θάψαν κάτω απ’τα παλάτια που σκαρώναμε στη άμμο. Μετά ήρθε το φθινόπωρο και σαπίσαμε και το χειμώνα βρεθήκαμε άψυχοι, χαμένοι σε απέραντους πάγους. Νεκροί.» 
           Σε μια γωνιά η τηλεόραση, η μόνη φωτεινή πηγή στο δωμάτιο, παίζει, ξεχασμένη από ώρα, σε κάποια κενή συχνότητα. Βλέπω τα χιόνια στην οθόνη. Ψηφιακός χειμώνας μέσα στο κουτί. Χειμώνας ατέλειωτος και έξω απ’αυτό. Και εμείς; Αφημένοι στους πάγους. Αβοήθητοι. Ποιος καργιόλης μας το’κανε αυτό; 
 «Parents vous avez fait mon mahleur et vous avez fait le votre.» Πετάω με μια απαίσια προφορά. Ανασηκώνεις ένα φρύδι και με λοξοκοιτάς. 
«Ρεμπώ.» δηλώνεις με μιαν αδιόρατη απορία στη φωνή. 
«Αυτοί φταίνε για όλα. Αυτοί μας σκότωσαν.» 
«Σκληρό.» 
«Αληθινό. Δεν νομίζεις;» 
«Χμμ... Ναι... Έτσι λέω και εγώ...»
 «Μας βύζαξαν γάλα δηλητήριο. Μας ξέκαναν.»
 «Και μεις;» 
«Το ήπιαμε μονορούφι. Τι να κάναμε; Έπρεπε να επιβιώσουμε.» 
«Η Ζωή εν Τάφω.» 
«Ειρωνικό.» γελάω. 
«Μας ευνούχισαν! Ιδού μπροστά σου παρελαύνουν οι ευνούχοι! Ίδιοι όπως τότε! Ίδιοι όπως πάντα! Τα θύματα μιας τραγωδίας που επαναλαμβάνεται γεννεές γενεών! Τα Θύματα που θα γίνουν Θύτες. Οι ευνούχοι που θα γίνουν οι μέλλοντες Ευνουχιστές! Οι μακελάρηδες... .» 
«...Άπειρες απρόσωπες μονάδες, χωσμένες σε κιβώτια κάτω απ’το χώμα. Έτοιμες να ξεράσουν και άλλους ανθρώπους για να καταστρέψουν.» καταλήγεις. Κοιτώ το βλέμμα σου: Σκληρό. Εξαντλημένο. Αηδιασμένο: Το βλέμμα μου. 
         Πώς μπορεί; Γιατί; Είναι δυνατόν; Λόγια, σκέψεις και υποθέσεις σκαρφαλώνουν στο στόμα μου, μα δεν θα τα ξεράσω... Ίσως προτεραιότητα να χει το οινόπνευμα που κατανάλωσα.... Αυτό φταίει για όλα! Καταραμένο! Πάντα αυτό.... Δεν φοβάμαι ότι ειπώθηκε. Θα πρεπε; Ίσως, αλλά χιλιοειπωμένη η ιστορία... Έχει καταντήσει αηδία πια... Αλλά από την άλλη, ποιός ξέρει; Οι σκέψεις κομματιασμένες πια και το δωμάτιο ξεφτίζει. 
        Διάολε, πότε πάγωσε έτσι η κάμαρα; Μαζεύομαι πάνω στον καναπέ προσπαθώντας ~ματαίως~ να ζεσταθώ. Λίγο πιο πέρα είσαι και εσύ απλωμένος και απαθής. Κοιτάς κάπου στο άπειρο, στα σκοτάδια. Ένας κεραυνός κάνει τα τζάμια να τρίζουν. Τινάζομαι. Ήρθε η Αποκάλυψη, σκέφτομαι. Όμως μετά συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει Αποκάλυψη. Μόνο απωθημένοι τρόμοι. Σελίδες σκισμένες απ’τα τεφτέρια του μυαλού. Δεν μπορώ να ησυχάσω... Σκέφτομαι εμένα. Εσένα. Όλα αυτά τα μισερά πλάσματα που σέρνονται εν αγνοία τους νεκρά. Τα μελλοντικά τέρατα. Τους ευνούχους-ευνουχιστές. Μια ιδέα παρανοϊκή μου έρχεται. Μια τραβηγμένη υπόθεση: «...Και αν εμείς.... Ίσως..;» τα λόγια πεθαίνουν στη γλώσσα μου. Ούτε εγώ δεν ξέρω τι θέλω να πω, νομίζω...
         Γυρνάω να σε δω, μα έχεις αποκοιμηθεί. Έτσι όπως σε βλέπω μπορεί και να έχεις όντως πεθάνει. Πραγματικά, δεν ξέρω. Πάντως δεν με ακούς. Τι αξία να χουν, άραγε, τα λόγια του πιοτού; Νιώθω οξύ στη γλώσσα μου και δεν ξέρω αν φταίει το οινόπνευμα ή κάτι άλλο. Έξω η καταιγίδα έχει κοπάσει ένα γκρίζο φως σημαδεύει τον ορίζοντα. 
        Ξημερώνει. Πλαγιάζω δίπλα σου στον καναπέ και αφήνω το φως να ξεπλύνει όλες τις σκέψεις από τον νου μου. Δεν έχει νόημα! Ο ύπνος θα κάνει το αύριο, σήμερα και θα σβήσει τις αναμνήσεις του χθες; Αφήνω τα μάτια μου να κλείσουν. Να έρθει το αύριο να με σώσει. Και όταν θα ξυπνήσουμε, θα βγούμε στη κρύα μέρα. Στη σταχτοντυμένη πόλη. Θα γίνουμε ένα με το σκυθρωπό, σκυφτό πλήθος. Θα επιστρέψουμε στη πυρετική καθημερινότητα και δεν θα είμαστε πια νεκροί. Αύριο θα ξυπνήσουμε και θα είμαστε πάλι ζωντανοί.

(ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΌΠΟΥ ΚΑΘΩΣ ΤΑ ΔΙΑΒΑΖΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΠΥΡΩΜΕΝΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΈΝΑ ΨΗΦΙΑΚΟ CUPCAKE!)

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Το αίμα που παγώνει.





Έσβησα τα φώτα κλείδωσα την πόρτα, 
πέταξα στο δρόμο το κλειδί.
Ξάπλωσα στο στρώμα τρομαγμένος σαν παιδί 
κι άπλωσα στη νύχτα τη σιωπή.  

Ήσουν παγωμένη κι έμοιαζες θλιμμένη 
δίχως αίμα, δίχως την αφή. 
Τι σε περιμένει ποιος χειμώνας σ’ οδηγεί,  
ποιος θα σ’ αναστήσει από τη γη;  

Κάτω απ’το σεντόνι που κοιμάσαι μόνη 
κρύψαμε το θάνατο απ’ τη γη. 
Το αίμα σαν παγώνει δε ματώνει πια η πληγή,  
μόνο η μοναξιά μου αιμορραγεί.  

Έσβησα τα φώτα κι ήρθα όπως πρώτα 
στο σκοτάδι να σε ξαναβρώ. 
Μα το αίμα βρήκα μες στις φλέβες σαν νερό 
και το σώμα σου ήτανε νεκρό.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

7 χρόνια πριν.

Ήρθαν με την έκλειψη
και με ένα μικρό τετραδιάκι.
Με χαμόγελα πλατιά
και μεγάλα αθώα μάτια.
Με κάναν και τους αγάπησα
σαν μίσησα όλους τους άλλους.
Η μυρουδιά τους πότισε
τους χειμώνες της νιότης μου.
Μαζί ζήσαμε και άσχημα
μα και όμορφα.
Μα ΖΗΣΑΜΕ.
Στο δικό μας παραμύθι.
Στη δικιά μας στοιχειωμένη χώρα.
Και αν οι δρόμοι μας χωρίσανε,
και αν ο καιρός μας άλλαξε
~ίσως μας σακάτεψε~.
Και αν οι άλλοι φύγανε απ'τη ζωή μου,
με κρότο, ή ίσως σιγανά,
για σας έχω φυλάξει
μια θέση στην καρδιά μου!
Μην το ξεχάσετε!


Για τους: 
την Χ. 
την Α. 
τον Θ.
και τον Γ.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Ο Άνθρωπος της Σελήνης.

        "Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό που δεν υπάρχει πια στους χάρτες, εμφανίστηκε ένας νεαρός μουσικός. Ήρθε σιγανά κι αθόρυβα, εγκαταστάθηκε στις παρυφές του δάσους και έπαιζε, ολημερίς και ολονυχτίς, μια μουσική, τόσο θλιβερή, που όμοια της κανείς δεν είχε ξανακούσει. Είχε όψη αγγελική και δυο μεγάλα μάτια τόσο καθάρια και διάφανα που όσοι τα κοίταξαν, ορκίστηκαν πως μπορούσαν μέσα τους, να δουν την ψυχή του να καθρεπτίζεται λευκή και εκτυφλωτική, σαν χιόνι στον πρωινό ήλιο. Δεν ήταν άνθρωπος, ψιθύριζαν μεταξύ τους τις νύχτες στα καπηλειά. Δεν θα μπορούσε. Δεν γνώριζαν τίποτε για την γενιά του και ποτέ άλλοτε ανθρώπινη μήτρα είχε γεννήσει κάτι τόσο τέλειο. Φήμες δίναν και παίρναν για την καταγωγή του: Κάποιοι λέγαν, πως ήσαν παιδί θεών που ζήλεψαν την ομορφιά του και τον εξόρισαν. Άλλοι λέγαν πως ήταν αερικό, ακίνδυνο, που ταξιδεύει με την τραμουντάνα και πως η επόμενη καταιγίδα θα το πάρει μακριά. Υπήρχε και μια ιστορία όμως, που έκανε τις καρδιές των χωρικών να σπαρταρούν απ'τον φόβο, σαν στάχυα στ' αγέρι της νυχτιάς: Ήταν σπέρμα δαιμόνου και μάνα του η Λάμια, μουρμούριζαν σκυθρωποί, κι ήρθε να φέρει το θανατικό και να χαλάσει τις παρθένες κόρες του χωριού. Να κλέψει την αγνότητα τους, την ομορφιά τους. Να την κάνει δικιά του. 
         Κι όπως γίνεται πάντοτε με τους ανθρώπους, η πιο κακή απ'όλες τις ιδέες, φούντωσε και θέριεψε στα μυαλά τους, τους πάγωσε και τους τύλιξε σφιχτά. Μεγάλος τρόμος απλώθηκε στο χωριό. Οι νέοι κλαίγαν για τo κακό που τους βρήκε κι οι γέροι, οι σοφοί, ξεσκόνιζαν τις σαρακοφαγωμένες αναμνήσεις τους, μη βρουν εκεί τη λύση.  Οι τραμουντάνες ήρθαν και έφυγαν, μα το "στοιχειό" δεν τις ακολούθησε. Μόνο έμεινε ασάλευτος εκεί, στην άκρη του δάσους, να παίζει τις τρομερές μελωδίες του και το χωριό παρέλυσε, περιμένοντας την επικείμενη καταστροφή (και ας μην προσπάθησε ποτέ, ο νέος να τους βλάψει).
           Κάποτε, η παγωνιά αυτή του τρόμου, υψώθηκε και έφτασε ως την Σελήνη. Χώθηκε κάτω από το δέρμα της και την ξύπνησε απ τον βαθύ της ύπνο. Έτσι και αυτή κίνησε να κατεβεί στη Γη να βρει αυτό που της τάραξε την γαλήνη. Ώσπου τα βήματά της την έβγαλαν σ'εκείνο το μικρό χωριό. Βρήκε τους γέροντες και ζήτησε να μάθει τι είχε συμβεί:
"Είναι το Στοιχειό, Κυρά, που ήρθε να μας χαλάσει! Εξολόθρεψέ το, σε παρακαλούμε, και εμείς σκλάβοι σου θα είμαστε αιώνια!" 
Η Σελήνη που δεν μπορούσε να αρνηθεί τέτοια προσφορά, γίνηκε αόρατη και γλίστρησε μαζί με την πάχνη ως στην άκρη του χωριού, να βρει το "στοιχειό" και να το τελειώσει. Μα σαν τα μάτια της αντίκρυσαν τη απόκοσμη θωριά του, μαγεύτηκαν κι όλα τα θαύματα της γης χάσαν την ομορφιά τους.
Στο άκουσμα της μουσικής του βούρκωσαν και το χέρι της ~το δυνατό και αδίσταχτο~ λάθεψε καθώς το μαχαίρι που κράδαινε έπεσε στο χώμα. Πώς να σκοτώσει τέτοιο πλάσμα υπέροχο; Το αίμα του κατάρα θα ταν πάνω της. Η απώλεια του, λεπίδι που θα τις έσκιζε την καρδιά και θα κλεβε κάθε νόημα απ'τη ζωή της. Για ώρες έστεκε, κρυμμένη στις σκιες και βάλθηκε να τον κοιτά και να τον αφουγκράζεται, μέχρι που ρόδισε η ανατολή και αυτή, άπραγη, εξαφανίστηκε και δεν την ξανάδε κανείς σ'αυτά τα μέρη.
             Πέρασαν αρκετές βδομάδες, όταν μια νύχτα που το φεγγάρι ήταν στην γέμιση του, ο νεαρός μουσικός μπήκε στο δάσος να κόψει ξύλα. Τα βήματά του τον οδήγησαν σε ένα ξέφωτο. Άφησε κάτω την λύρα του και ετοίμασε το τσεκούρι του, όταν μια λεπτή ασημένια ανεμόσκαλα έπεσε από τον ουρανό μπροστά του. Ο νέος, αδυνατώντας να τιθασεύσει την περιέργειά του, την σκαρφάλωσε και άρχισε να ανεβαίνει και να ανεβαίνει ψηλά ψηλά στον ουρανό, μέχρι που έφτασε στο φεγγάρι και η Σελήνη τον έκρυψε για παντα στην αγκαλιά της.
             Έκτοτε, ποτέ κανείς χωρικός δεν τον ξανάδε σ'αυτή τη γη, αλλά λένε πως αν κοιτάξεις προσεκτικά την Πανσέληνο, θα τον δεις  ~μια μαύρη σκια~ φυλακισμένο στην αργυρή αγκαλιά της Σελήνης."

            Αυτή την  ιστορία -λίγο πιο απλοποιημένη- μου έλεγε η γιαγιά μου σε κάθε Πανσέληνο, όταν ήμουν μικρή..... Θυμάμαι μάλιστα να της λέω πως κάποτε, όταν θα μεγάλωνα, θα πήγαινα στο φεγγάρι μια Πανσέληνο και θα ελευθέρωνα τον φυλακισμένο της.....





Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

-1- "Εγκαθίσται"

Ξεκινά από ματιές διστακτικές.
Ταξιδεύει σε κιτρινισμένες σελίδες βιβλίων.
Αναπνέει απ' όνειρα αναιμικά
και θρέφεται από αυταπάτες.
Γίνεται ιδέα και τελειότητα.
Σαλεύει και τινάζεται στο χάος.
Παραδίδεται στη φωτιά.
Εκρήγνυται σε μαύρο φόντο.
Σέρνεται κάτω από το δέρμα.
Εγκαθίσταται στο μάταιο.
Σκαλίζει παλιούς τάφους.
Αρρωσταίνει από το "σήμερα"
και διαλύεται σε λυγμούς.
Πλένεται σε λάσπες υποθέσεων
και ανατριχιάζει με ασπρόμαυρες θύμησες.
Διπλώνεται στο κρύο τσιμέντο
και πεθαίνει με έναν ψίθυρο:

"Δε θυμάσαι;"

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Gods to the Godless.




I have one Desire 
Let it be 
A Pestilence upon your lands 
A Plague upon all your houses 
It is my wish To Enslave all your people 
The soil enriched with their Blood 
To Burn your places of Worship 
Our Gods shall become your Gods 

All that lives on the vine is rotten 
May your wines be foul 
And your bread as the flesh of the dead 
An I'll wind to bring nought but decay 
And the stench of your Slaughtered kin 

The newborn, borne with fear in their eyes 
And slavery in their limbs 
As tools to build a new Empire 
We are your cross to bear 
Perhaps you shall be a martyred people 
But as sure as the Night follows the Day
...a Dead People 

 "The desire to sweep away what is sacred and profane. 
 To enforce and embrace Tragedy...to imbed it deep 
 Within the subconscious of generations..."