Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Χωρίς τίτλο.

Πετάς τη συνείδηση σου στο παρκέ,
σαν το μαύρο εκείνο πανωφόρι
που τόσο σ'αρέσει να φοράς.
Με κορμί νωχελικά απλωμένο
στη δερματίνη του καναπέ,
μυρίζεις, γεύεσαι το ουίσκι.
Μυρίζει νύχτα και νύστα,
όπως ξεπλένεις τη σκέψη σου, 
στην χειμωνιάτικη βροχή.

Ξέχασες τα σύνεργα του φόνου, 
στο πίσω κάθισμα του αμαξιού.
Θα σου έλεγα να τα κρύψεις. 
Ξέπλυνε, έστω, το αίμα.
Μα εσύ γλιστράς, γλιστράς
στα υγρά μονοπάτια της ρουτίνας.
Άφησες τα κορμιά να ξεθωριάσουν,
θαμμένα στο παρτέρι του σπιτιού σου.
Και έχεις για άλλη μια φορά ξεχάσει
να κάνεις τον τελευταίο απολογισμό
Των εγκλημάτων σου.






Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Doomsday.

Πραγματικά, σοβαρά και ειλικρινά, θα ήθελα πάρα, μα πάρα, πολύ να γράψω κάτι... Βαθύ, μελαγχολικό, στοχαστικό,  *εισάγετε χαρακτηρισμό της αρεσκείας σας* με τίτλο "Η Τελευταία πνοή της ανθρωπότητας" ή κάποια παρεμφερή βαρύγδουπη παπαριά, αλλά δυστυχώς δεν βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις.

Μου είναι αδύνατον.

Αντ'αυτού, μου έρχεται στο νου αυτό:


Και απλά γελάω.

       Αλήθεια τώρα. Για έναν εξωτερικό παρατηρητή (βλ. έστω πως υπάρχουν εξωγήινοι που, εν αγνοία μας, μας παρακολουθούν ΤΩΡΑ σαν σε έναν φουτουριστικό "μεγάλο αδερφό") πρέπει να προσφέρουμε ένα πολύ διασκεδαστικό θέαμα σαν είδος. Βγάζει, κάθε τόσο, κάποιος μια βρώμα για την επικείμενη "καταστροφή" μας από υπερφυσικές απρόβλεπτες δυνάμεις, πλακώνουν οι καταστροφολόγοι, οι θρησκευτικοτέτοιοι, οι εύπιστοι, τα media, και όσοι άλλοι δεν στέκουν καλά ή επωφελούνται από το όλο τζέρτζελο, πανικοβαλλόμαστε ομαδικά, το κάνουμε πρώτο θέμα και στο τέλος αναρωτιόμαστε γιατί δεν έχουμε ψοφήσει ακόμα και χαιρόμαστε.... Μέχρι να ξαναρχίσει το πανηγύρι!
       E, λοιπόν, ας σας εκμυστηρευτώ κάτι: Δεν κινδυνεύουμε ούτε από πλανήτες, ούτε από προφητείες των Μάγιας, ούτε από Αστεροειδείς, ούτε από τα Νεφελίμ! Η μεγαλύτερη απειλή για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα είναι η ΙΔΙΑ η ΑΝΘΡΩΠΌΤΗΤΑ! Αλλά δυστυχώς, κάνοντας μια ανασκόπηση των χιλιετηρίδων ύπαρξης μας, καταλήγω στο ότι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα για να το διορθώσουμε αυτό (πέραν του αφανισμού μας δηλαδή). 
   

    Τώρα πάλι, αν εσείς θέλετε ντε και καλά να τελειώσει ο κόσμος, είστε ελεύθεροι να δείτε τη τελευταία αυγή της γης, να πιείτε το τελευταίο ποτό με τον διάβολο, να ρίξετε την τελευταία μούτζα σας στην ανθρωπότητα και να φωνάξετε για τελευταία φορά "ΣΚΑΤΆ ΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΊΑ", να βρεθείτε με το αμόρε σας και... ότι θέλει προκύψει (να πάνε κάτω τα φαρμάκια) και, προς θεού, μη ξεχάσετε και να με αναφέρετε ως μοναδική κληρονόμο στη διαθήκη σας! Αφού θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε όλοι, τι ψυχή έχει μια τρολιά; Να λύσω και εγώ το βιοποριστικό μου (μεταθάνατον πάντοτε)!
Κάντε, γενικότερα ότι σας ευχαριστεί για τελευταία φορά....
Μέχρι το Σάββατο.



(Τέλος άσκοπης ανάρτησης.)

Υγ. Στη παράγραφο με τις προτάσεις για το τι να κάνετε για τελευταία φορά σχεδίαζα να είμαι πιο αθυρόστομη και αισχρή και σιχαμένη, αλλά αποφάσισα να μείνω "Ευγενής και Εκλεπτυσμένη" ένεκα και του συνδέσμου του "τελευταίου ποτού με τον διάβολο". Ας μην είμαστε τόσο κάφροι πια!

Υγ2. και μιας που τέλειωσα να τα γράφω αυτά τα έμορφα, πάω να συνεχίσω να τρομάζω τον κόσμο για το επικείμενο "ΤΕΛΟΣ". Χρόνια τώρα καφριάζω για το "τέλος που έρχεται" είναι η τιμητική μου σήμερα! ;)

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Σημάδι.

Είναι φορές που θυμάμαι εκείνο το σημάδι στο δεξί σου μάγουλο. Λεπτό και μικρό να διατρέχει κάποια από τα εκατοστά που χωρίζουν τα χείλη από τη μύτη. Κομψό (όπως και εσύ, εντέλει), σχεδόν αόρατο.
 Μου άρεσε να σκέφτομαι πως κάποτε θα μάθαινα τι το δημιούργησε. Πάντοτε αναρωτιόμουν:
Ήταν τάχα σημάδι γέννας; Έργο παιδικού τραυματισμού; Αποτύπωμα της εφηβείας; Έκρυβε κάποια σπουδαία ιστορία ή ήταν ανάξιο αναφοράς;
Φαντάζομαι, ποτέ μου δε θα μάθω.... Ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία και πλέον είναι πολύ αργά. Αλλά η απορία θα απομείνει ριζωμένη, αντάμα με τις χίλιες δυο υποθέσεις που φύτεψες, στα μύχια του λογισμού μου.
Ρώτησα και άλλους που σε γνώριζαν, ξέρεις, για εκείνη την ουλή.
Απλά με κοίταξαν απορημένοι:
"Ποιο σημάδι; Ποτέ μου δεν το είχα προσέξει...."
Λογική απόκριση, η αλήθεια είναι. Είναι παλιά η χαραγματιά και αχνή πλέον. Από αυτές που πρέπει να θέλεις να τις βρεις για να "εμφανιστούν".
Γιατί να προσέξεις κάτι τέτοιο, θα ρωτήσεις και δεν θα σου έχω κάποια τεκμηριωμένη απάντηση. Ένα "Έτσι είμαι εγώ" υπεραρκεί νομίζω. Όταν οι άλλοι θέλουν να μαθαίνουν για τα Θαύματα σου, εγώ ψάχνω τα σημάδια και τις πληγές που αγνοούν. Επιθυμώ να μαζέψω ευλαβικά τους εφιάλτες σου.
 Πλέον έχει κυλήσει ο χρόνος και σε παρέσυρε μακριά. Ακόμα και να θέλω δεν μπορώ να σε φτάσω...
Ελπίζω όμως, αυτοί που βρίσκονται τώρα στη τροχιά σου, να ανακαλύψουν αυτή την αχνή ουλή. Να ενδιαφερθούν να μάθουν για αυτήν.... Για όλες τις χαρακιές σου.
Και αν όχι αυτοί....
Κάποιος.
Κάποτε...
Τότε, να ξέρεις, θα είσαι τυχερός.


Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012


 
"Σαν τα σκυλιά νιώθω και γω, να με καίει η δίψα της αιωνιότητας"


"Moi, comme les chiens, j'éprouve le besoin de l'infini " 
  
Comte de Lautréamont.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Σκιες.


(γιατί όταν ανεβάζεις μπαράζ από βίντεα και τραγούδια ξεροσφύρι, ξέρεις πως θες οπωσδήποτε να ποστάρεις κάτι, αλλά περνάς την άγονη σου φάση!)


Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Το Λούνα Πάρκ του Τρόμου.




Μπορεί να είναι θέατρο μπορεί και ενυδρείο 
μπορεί της αθωότητας να είναι μαυσωλείο 
μπαλόνια χάνονται ψηλά και κίτρινα λαμπιόνια 
στο χέρι ροζ μαλλί γριάς κι έτσι περνάμε χρόνια 

 Ζούμε όλοι σ' ένα Λούνα παρκ του τρόμου 
μ' ένα όνειρο στο βάθος του διαδρόμου 
Στο βαγόνι λάμπει τώρα η παρέα 
έτσι φτάσαμε ως εδώ σχεδόν τυχαία 
Με παιχνίδια με τραγούδια με γιορτές 
και με αγάπες που δεν ήταν αρκετές 

 Μπορεί να είναι αληθινό, μπορεί της φαντασίας 
μπορεί να είναι κι ο ναός της πρώτης μας λατρείας 
Ομίχλη πέφτει απαλά και παίζει μια λατέρνα 
ένα σκοπό που από παλιά μας έσπρωχνε στο τέρμα 

 Ζούμε όλοι σ' ένα Λούνα παρκ του τρόμου 
μ' ένα όνειρο στο βάθος του διαδρόμου 
Στο βαγόνι λάμπει τώρα η παρέα 
έτσι φτάσαμε ως εδώ σχεδόν τυχαία 
Με παιχνίδια με τραγούδια με γιορτές 
και με αγάπες που δεν ήταν αρκετές....


Κοίτα να δεις λοιπόν! Αυτό το τραγούδι στα έξι μου το τραγουδούσα σε εκδοχή με παιδική χορωδία και τώρα, στα 21, το βρήκα και στην... Ενήλικη εκδοχή του!
Ταιριαστό.
Αμέσως βγαλμένο "από της αθωότητας το μαυσωλείο", σας το παραδίδω λοιπόν!


I want to know how many scars you have
and memorize the shape of your tongue.
I want to climb the curve of your lower back
and count your vertebrae,
your ribs,
your fingers,
your goose bumps.
I want to chart the topography of your anatomy 
and be fluent in your body language. 
I want you, entire.

~Αnonymous


.


Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

So Glad You Could Stay






Untouched by the sunlight
 Or the moonlight 
I stand like a statue 
As the stars bring their light 
 Then I saw your face 
I looked in your eyes 
With a smile to die for 
Even the angels sighed 
 But then you look away 
 Then you look away 
 You say that it's love 
You say that you care 
But when I look in the mirror 
I'm the only one there 
 You've turned this heart 
To the coldest stone 
Like a fool on his stage 
A king on his throne 
 Then you hide away 
 Well, now that I found you 
And I cut out your heart 
It's next to mine 
And we will never part 
 To be together 
'Till the end of time 
As that old saying goes 
Your heart is mine 
 Let the flies serenade us
 Leave the doorbell to ring 
Outside, it's raining 
Inside, the angels grin 
 Let the flies serenade us 
Leave the doorbell to ring 
Outside, it's raining
 Inside, the angels sing 
 You won't go away 
So glad you could stay

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

The Conqueror Worm


LO! 't is a gala night 
 Within the lonesome latter years.
 An angel throng, bewinged, bedight 
 In veils, and drowned in tears, 
Sit in a theatre to see 
 A play of hopes and fears, 
While the orchestra breathes fitfully 
 The music of the spheres. 
 Mimes, in the form of God on high,
 Mutter and mumble low, 
And hither and thither fly;
 Mere puppets they, who come and go 
At bidding of vast formless things 
 That shift the scenery to and fro,
 Flapping from out their condor wings 
 Invisible Woe. 
 That motley drama—oh, be sure 
 It shall not be forgot! 
With its Phantom chased for evermore 
 By a crowd that seize it not, 
 Through a circle that ever returneth in 
 To the self-same spot; 
And much of Madness, and more of Sin, 
 And Horror the soul of the plot. 
 But see amid the mimic rout  
 A crawling shape intrude: 
A blood-red thing that writhes from out 
 The scenic solitude! 
It writhes—it writhes!—with mortal pangs 
 The mimes become its food, 
 And over each quivering form 
 In human gore imbued. 
 Out—out are the lights—out all! 
 And over each quivering form 
The curtain, a funeral pall, 
 Comes down with the rush of a storm, 
While the angels, all pallid and wan, 
 Uprising, unveiling, affirm 
That the play is the tragedy, "Man,"
 And its hero, the Conqueror Worm.

Edgar Alan Poe.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Δεν έχω θέση στην βασιλεία των ουρανών.
Κανείς μας δεν έχει θέση.
Ο Παράδεισος είναι η επιβράβευση των Ηλιθίων..
Να! Ορίστε! Το είπα!
Σε εναν κόσμο κομμένο και ραμμένο για ηλίθιους,
δεν θα έπρεπε να έρχεται ως έκπληξη που οι ηλιθιότεροι των ηλιθιοτέρων
θα είχαν την τιμητική τους.
Όταν σε χαστουκίζουν γύρνα και το άλλο μάγουλο.
Και τι θα κερδίσεις;
Ή μήπως νομίζεις πως θα στεναχωρηθεί θύτης;
Μήπως θα μετανοήσει;
ΟΧΙ! Αυτή τη φορά θα σου αστράψει ένα χαστούκι τόσο δυνατό, 
που θα σου τσακίσει το κρανίο.
Γιατί;
Γιατί είσαι Ηλίθιος.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Necropolis.


Νεκρόπολη: (ουσ. σύνθετο εκ των Νεκρός + Πόλη) Τόπος ταφής έξω από τη πόλη. Συχνά σύνολο νεκροταφείων στον ίδιο χώρο. 


Αλλιώς, η Πόλη των Νεκρών. Εκεί που καταλήγουν όσοι θέλουμε να ξεχάσουμε και ό,τι δεν θέλουμε να βαραίνει το μυαλό μας. Μερικά πράγματα είναι πολύ ζοφερά για να τα αναλογιζόμαστε, ούτε επιθυμούμε να καταστρέφουν την, βαμμένη με φωτεινά χρώματα, αισθητική της καθημερινότητάς μας. 
Έτσι, μια φορά και έναν καιρό, σε μια κοινωνία, μαθημένη να ζει σε μια καθολική ευχάριστη και εύπεπτη ψευδαίσθηση, ο Θάνατος έγινε Επιχείρηση. Μια τεράστια επιχείρηση συστηματικής λήθης. Τεράστιες πόλεις-εκτενή Νεκροταφεία χτίστηκαν εκατοντάδες μέτρα κάτω από τη γη και ένα ολόκληρο σιδηροδρομικό σύστημα δομήθηκε μόνο για μια δουλειά: Τη μεταφορά των Νεκρών , από κάθε γωνιά κατοικημένη, εκεί που κανείς δεν μπορεί να τους δει. Εκεί που όλοι μπορούν να προσποιούνται πως συνεχίζουν να υπάρχουν και να ζουν σε μια δική τους πόλη και κοινωνία.
Μέσα, λοιπόν, από έναν συλλογικό μηχανισμό απώθησης, μπήκαν τα θεμέλια για την Νεκρόπολη. Ένα τεράστιο Ιερό χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Γης, να φυλάει τα λείψανα και τις Ιστορίες όσων έχουν ξεχαστεί....


***********


Οι δρόμοι της Νεκρόπολης είναι άδειοι. H σιωπή, εκκωφαντική. Εδώ, τόσα μέτρα κάτω από όλες τις συμβατικές πόλεις, ο χρόνος μοιάζει σταματημένος. Ωστόσο, όσοι ζωντανοί έχουν την ατυχία να κατοικούν εδώ, έχουν αποκτήσει ένα πολύ ισχυρό εσωτερικό ρολόι. Ωθούμενοι από τις δεισιδαιμονίες τους, ξέρουν να μην ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους  από τη στιγμή που ο ήλιος έχει δύσει για τον πάνω κόσμο. Αυτές οι ώρες ανήκουν σε άλλους. Έτσι ψιθυριζόταν από τη στιγμή που έγινε η πρώτη ταφή και όμως κανείς ποτέ δεν τόλμησε να το εξακριβώσει . Καλό είναι να μη μπλέκεις με αυτούς...
Λυχνίες που δεν σβήνουν ποτέ, ρίχνουν ένα αρρωστημένο φως στις προσόψεις  των,  Οικιών και των τάφων, και κάνουν τις σκιές να φαντάζουν ζωντανές. Μια απ’ αυτές , κρυμμένη σε έναν παράδρομο, φαίνεται να σαλεύει διαφορετικά από τις άλλες. Παίρνει θέληση και αποκόπτεται από την υπόλοιπη σκούρα μάζα. Σχεδόν αμέσως την ακολουθεί μια σκυφτή φιγούρα, που διασχίζει τον κεντρικό δρόμο. Το μακρύ τριμμένο πανωφόρι και η κουκούλα που φοράει δεν μπορούν να κρύψουν το αλλόκοτο σουλούπι του. Συνεχίζει το βάδισμά του, μέχρι εκεί που τελειώνει ο δρόμος και ξεκινά ο γκρεμός .Τότε, σταματάει, κάθεται στην άκρη και κοιτάζει: Ακριβώς από κάτω του, στα 15 μέτρα, ξεκινάει το Νεκροταφείο της δεύτερης θέσης. 
Ο φύλακας της Νεκρόπολης αφήνει την κουκούλα να πέσει από το πρόσωπό του και το τρεμάμενο φως από τους φανούς αποκαλύπτει το γκροτέσκο παρουσιαστικό του.... 
Δυο κακομούτσουνα ανδρικά κεφάλια στέκονται πάνω σε φαρδιούς ασύμμετρους ώμους, ενώ ένα τρίτο χέρι, ατροφικό και ασάλευτο, ξεπροβάλλει από την αριστερή πλευρά του θώρακα, για την ώρα, τυλιγμένο μέσα στο πανωφόρι και εν μέρη αθέατο. Ο Κάιν και ο αδερφός του Άβελ, είναι παρασιτικά δίδυμα, και αναγκασμένοι να μοιράζονται το ίδιο σώμα μέχρι θανάτου. Τα ονόματά τους δεν τα γνωρίζει κανείς. Για τους υπόλοιπους είναι απλά «Το Τέρας» ή «Το Φρικιό».
Με αργές κινήσεις, ο Κάιν βγάζει το φλασκί του και πίνει δυο γουλιές ουίσκι, ενώ δίπλα του, το στόμα και ο λαιμός του αδερφού του, αντιγράφουν αντανακλαστικά τις κινήσεις του... Πάντοτε τον μάγευε η ησυχία της Νεκρόπολης. Ιδίως τη νύχτα... Όταν οι Ζωντανοί είναι κλειδωμένοι στα σπιτάκια τους και δεν τον ενοχλούν! Καθώς βλέπει τις αχανείς εκτάσεις νεκρικών κατοικιών, το μυαλό του ταξιδεύει και αναμνήσεις από χρόνια πριν αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια....



«Μέσα σε αυτό το σπίτι είστε ασφαλείς. Αν βγείτε ποτέ έξω, οι Νεκροί θα σας βρουν και αυτό θα είναι και το τέλος σας!»




Αχνά, αυτή η φράση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στο μυαλό του.... Αυτό τους έλεγε η Γιαγιά κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν, αντί για το παραμύθι που θα έλεγε μια οποιαδήποτε άλλη γιαγιά στα εγγόνια της. Τη θυμάται, με τα μακριά ανακατωμένα άσπρα μαλλιά και τα μαύρα ρούχα, να στέκει πάνω από το προσκεφάλι τους κρατώντας ένα κερί. Η φλόγα του έριχνε περίεργες σκιές στο ζαρωμένο πρόσωπό της και τον τρόμαζε.... Σχεδόν τόσο, όσο και οι Νεκροί για τους οποίους προειδοποιούσε. Πόσα χρόνια πριν; Φαίνεται να έχει ξεχάσει... Το μυαλό του δεν τον βοηθούσε ποτέ.
Θυμάται μόνο τη Γιαγιά... Αυτή τη γρια κουρούνα που τους περιμάζεψε, όταν η μητέρα τους πέθανε στη γέννα. Αυτή τη γυναίκα που τους ονομάτισε  Άβελ και Κάιν (ειρωνικό, αν αναλογιστεί κανείς πως ο ένας κάποια στιγμή, θα προκαλέσει τον θάνατο του άλλου#.)! Λιγομίλητη, και δύστροπη όπως ήταν, ποτέ δεν τους έδειξε αγάπη ή έστω λίγη συμπάθεια, παρ’ όλα αυτά φρόντισε να τους μάθει γραφή και ανάγνωση και υπήρξε το μοναδικό πλάσμα με το οποίο είχαν επαφή και εμπιστεύονταν και αγαπούσαν.
Μέχρι που τους ‘εγκατέλειψε’. Ένα πρωινό, όσο ήταν ακόμα αρκετά μικροί για να καταλάβουν, ξύπνησαν και την βρήκαν να ασάλευτη στο κρεβάτι της. Όσο και αν προσπαθούσε ο Κάιν, η Γιαγιά δεν φαινόταν να ήταν πρόθυμη να ξυπνήσει και έτσι, συμπεραίνοντας πως ήταν πολύ κουρασμένη, την άφησε να σηκωθεί μόνη της.
Μια εβδομάδα μετά, η πόρτα της καλύβας τους, έσπασε με έναν δυνατό κρότο! Η μυρωδιά από το αποσυντιθέμενο πτώμα που έβγαινε από το σπίτι της γριάς μάγισσας, ενόχλησε όσους έμεναν κοντά και έτσι μπήκαν για να ερευνήσουν.  «Οι Νεκροί! Οι Νεκροί ήρθαν!» σκέφτηκε πανικόβλητος ο Κάιν, και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Δεν ήταν όμως οι Νεκροί, αλλά οι Ζωντανοί αυτοί που εισέβαλαν τότε στο σπίτι τους και τα μικρά αλλόκοτα δίδυμα έμαθαν ένα μάθημα: Δεν είναι οι Νεκροί αυτοί που πρέπει να φοβούνται, αλλά οι Ζωντανοί.
Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα τους και ο Κάιν σκέφτεται πως ο Άβελ είναι τυχερός που από τη στιγμή που γεννήθηκε δεν μπορεί ούτε να δει ούτε να καταλάβει  τίποτα. Ίσως είναι καλύτερα για αυτόν, να ζει στην ευφορία της άγνοιάς του. Μερικές φορές αναρωτιέται αν πονάει, αλλά ξέρει πως την απάντηση δεν θα την μάθει ποτέ... 
Πόνος.... Εξευτελισμός. Μίσος. Ο Άβελ είναι ο τυχερός... Αν και στο ίδιο σώμα, ποτέ δεν χρειάστηκε να τα αντιμετωπίσει αυτά.
Ξαφνικά κάνει μεταβολή και φεύγει από το σημείο που καθόταν. Στα δεξιά υπάρχει μια ελικοειδής σκάλα που οδηγεί στη Δεύτερη Θέση, την βρίσκει και αρχίζει να κατεβαίνει βιαστικά. Οι πρώτες του επαφές με τους Ζωντανούς, από εκείνη τη μέρα δεν είναι παρά μια θολούρα, αποσπάσματα φράσεων και αισθήσεων που στροβιλίζονται όπως ακριβώς και αυτή η σκάλα.
Σκιές σκυμμένες από πάνω του. Περιεργάζονται. Επιφωνήματα απέχθειας. Αηδίας. Τρόμου:
«Θεέ και κύριε, τι πράμα φύλαγε αυτή η γριά στο σπίτι της;»
«Ήταν μάγισσα. Σπόρος του Σατανά είναι!»
«Δεν του αξίζει ζωη...»
«Κακομούτσουνο και αποκρουστικό»
«’Ενα Τέρας...»
«Λέτε να το κάψουμε;»
«Δαιμόνιο είναι μέσα του! Άκου το πως κλαίει;»
«Μπορούμε να το αναγκάσουμε να βγει από μέσα του όμως....»
 Πόνος. Πόνος. Πόνος! Φωτιά και προσευχές και ουρλιαχτά. Αίμα. Πολύ αίμα.
Σημάδια στη σάρκα που δεν λένε να σβήσουν. Δυο καρδιές που σφυροκοπούν. Ένα σώμα που τρέμει. Σκοτάδι.
......
Μετά και άλλες φωνές:
«Μα αυτό είναι ένα παράδοξο! Μπορούμε να μάθουμε τόσα πολλά από δαύτο...»
«Πάρτε το στο εργαστήριο... Τι στέκετε και κοιτάτε;»
Βελόνες που μπήγονται  στο δέρμα. Δηλητήριο στις φλέβες. Ηλεκτρισμός και καλώδια χωμένα κάτω από το δέρμα. Νυστέρια που σκίζουν το κεφάλι και το κορμί. Ακόμα περισσότερες βελόνες που ράβουν. Κόκκαλα που σπάνε και μηχανές που βουίζουν. Και άλλος πόνος. Και άλλο αίμα.... Τ Ρ Ο Μ Ο Σ!
Έτσι, κυλούσε ο χρόνος, μέχρι που μια μέρα...
«Αρκετά. Δεν το χρειαζόμαστε άλλο.»
«Τι θα γίνει;»
«Πρέπει να το ξεφορτωθούμε.»
«Ευθανασία;»
«Και αν....; Αν είναι λάθος να το θανατώσουμε;»
«Τότε πρέπει να το μεταφέρουμε κάπου. Κάπου που λίγοι θα είναι αυτοί που θα το βλέπουν!»
«Στη Νεκρόπολη. Εκεί θα το στείλουμε και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ για αυτό το πλάσμα. Σαν να μην υπάρχει!»
Χέρια τον τράβηξαν απ’τη γωνία που είχε κρυφτεί. Θα πάει στη Νεκρόπολη, έτσι του είπαν και τον έχωσαν μέσα σε ένα κατασκεύασμα που έλεγαν τρένο... Δεν τον ενδιέφερε. Είχε παύσει προ πολλού να ενδιαφέρεται για ό,τιδήποτε... Ώσπου στα αυτιά του έφτασε μια κουβέντα: Θα ταξιδέψει μαζί με τους Νεκρούς....
«...Αν βγείτε ποτέ έξω, οι Νεκροί θα σας βρουν και αυτό θα είναι και το τέλος σας...»
Το Τέλος... Το Τέλος! Πώς το ήθελε το τέλος! Τη λύτρωση! Οι Νεκροί ήταν η λύση! Σε αυτό το τρένο, σε αυτό το ταξίδι θα τέλειωναν όλα του τα μαρτύρια! 
Οι πόρτες έκλεισαν. Το τρένο άρχισε να κινείται, και ο μικρός Κάιν, τόλμησε επιτέλους να δει γύρω του. Κουκέτες με φέρετρα κλειστά. Εκεί μέσα είναι! Δίστασε λίγο. Αδημονούσε και φοβόταν. Το τέλος σήμαινε λύτρωση και πόνο... 
Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε ένα ένα τα καπάκια από τα φέρετρα και έκατσε στο κέντρο του βαγονιού με τα χέρια να καλύπτουν το κεφάλι του, περιμένοντας. Τίποτα. Σύντομα αναθάρρεψε, σηκώθηκε, κοίταξε μέσα σε ένα από αυτά και για πρώτη του φορά αντίκρισε τους τρομερούς Νεκρούς της γιαγιάς του. Χλωμοί και ακίνητοι και παγωμένοι... Γαλήνιοι. Πανέμορφοι. Τόσο διαφορετικοί από τους Ζωντανούς, γιατί κάτι τους έλειπε! Αυτοί, δεν θα τον έβλαπταν ποτέ...
Φτάνοντας στον προορισμό του, τον περίμεναν δυο Ζωντανοί για να του εξηγήσουν τα καθήκοντά του:
«Οι μόνιμοι κάτοικοι εδώ είναι πενήντα, και ασχολούνται με γραφειοκρατικά θέματα και τον σχεδιασμό νέων ταφικών εγκαταστάσεων. Δική σου δουλεία είναι οι ταφές των νεκρών και θα μένεις στη καλύβα στο άκρο του Βορινού Νεκροταφείου... Ότι ήταν να μάθεις το έμαθες, λοιπόν... Σύρε τώρα και φρόντισε να μη μας ενοχλείς. Και μια προειδοποίηση: Μη βγαίνεις έξω τη νύχτα. Είναι η ώρα τους, λένε! Σαχλαμάρες λέω εγώ, αλλά είναι κανονισμός.»
Και όμως, δεν ήταν σαχλαμάρες. Δεν είναι σαχλαμάρες. Έτσι όπως περπατάει ανάμεσα στους τάφους, τους νιώθει ακόμα και τώρα, όπως τους ένιωθε κάθε βράδυ. Να συστρέφονται μέσα στους τάφους τους, τα αποστεωμένα χέρια να χτυπάνε τις πλάκες ζητώντας να βγουν έξω.... Ως ανθρωπόμορφες σκιές που σαλεύουν στην άκρη του ματιού του, και χάνονται όταν στρέφει προς αυτούς το βλέμμα. Ως αχνοί ψίθυροι πίσω από τη πλάτη του. Και η παγωνιά που συνοδεύει το ξύπνημά τους... Πώς του αρέσει αυτή η παγωνιά! Μουδιάζει το κορμί του, και για λίγο, γίνεται και αυτός ένας από αγαπημένους του νεκρούς...
Από τη πρώτη στιγμή που τους αντίκρισε στο τρένο, τους αγάπησε. Ήθελε τη συντροφιά τους, καμάρωνε τη σιωπή τους, την αταραξία τους, τη μαγεία τους. Να τους ακούει να προσπαθούν να ελευθερωθούν, κλεισμένοι σε κελιά, ήταν τρομερό! Οι Ζωντανοί τους βασάνιζαν. Όπως ακριβώς και αυτόν... Αμέσως, λαχταρούσε να τους ελευθερώσει από τη φυλακή τους, αλλά δίσταζε και πονούσε από τη δειλία του. Για πολύ καιρό η επιθυμία του, τον έπνιγε και τον τρέλαινε μέχρι που τον λύγησε!   Ξεκίνησε με έναν τάφο, και σιγά σιγά προστέθηκαν και άλλοι πολλοί, γιατί πώς θα μπορούσε να τους έχει φυλακισμένους εκεί μέσα; Κάθε βράδυ τους έδινε την ελευθερία τους και αυτοί τον αντάμειβαν με τη συντροφιά τους. Έγιναν , για αυτόν, φίλοι, και οικογένεια και ερωμένοι... Και τιμωροί. 
Δεν μπορεί να κρύψει το χαμόγελο από τα χείλη του, καθώς προχωράει  ανάμεσα από ανοιγμένους τάφους προς την είσοδο των κατακομβών... Η παγωνιά τον διαπερνά και οι Νεκροί του γνέφουν. Κανείς δεν αναρωτήθηκε για ποτέ για τις σποραδικές εξαφανίσεις που σημειώνονταν ανάμεσα στους Ζωντανούς. Δεν άντεξαν άλλο και έφυγαν, έλεγαν μεταξύ τους. Όσο για τον Κάιν; Ήξερε πως ήταν τω δώρο τον Νεκρών για αυτών και το αίμα των δυναστών του στο κορμί του, φάνταζε πορφύρα. Πορφύρα για τον Βασιλιά των Νεκρών.
Το γέλιο του αντηχεί στα τοιχώματα των υπόγειων τάφων. Αγαπάει τους Νεκρούς γιατί είναι οι οικείοι του, οι υπήκοοι και οι αφεντάδες του... Και τώρα πάει να βρει και την αγαπημένη του. Αυτή που οι ζωντανοί φυλάκισαν κάτω από τη γη. Αυτή που αυτός ελευθέρωσε. Του κόβεται η ανάσα έτσι όπως τη βλέπει να κείτεται στο φέρετρο, υπέροχη! Πέφτει στα γόνατα και δεν μπορεί να συγκρατήσει τους λυγμούς του όταν το νεκρό νεανικό σώμα σηκώνεται και στρέφεται προς το μέρος του, το λευκό σάβανο κυλάει και αποκαλύπτει νεκρή σάρκα. Υπέροχη. Τούτο το χέρι, γυμνό από δέρμα και ιστούς, αγγίζει το κεφάλι με όση τρυφερότητα δεν τον άγγιξε ποτέ χέρι ζωντανού! Εδώ, μαζί με τους πεθαμένους, είναι επιτέλους ευτυχισμένος.





Τέλος.


Σ.Σ: Παραθέτω λοιπόν και ένα διήγημα που έγραψα ως συμμετοχή για έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ars Nocturna. Τα αποτελέσματα βγήκαν και τελικά, αν και διακρίθηκα δεν είμαι στην δεκάδα που θα εκδοθεί. Επομένως... Ήρθε η ώρα να το ανεβάσω στο Blog μου! 

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Lingchi (Θάνατος δια Χιλίων Τομών)

Η λεπίδα άστραψε στον πρωινό ήλιο.
Ορθώθηκε στο γαλάζιου του ουρανού.

Έπεσε:

1. Γέννηση.
2. Φροντίδα
3. Εμπιστοσύνη.
4. Περιέργεια.

5. Φόβος.


Μέταλλο που βάφτηκε κόκκινο.
Μια ανάπαυλα.
Τρεμάμενη Ανάσα.

6. Γνώση.
7. Φιλία.

8. Παιχνίδι.
9. Πείσμα.
10. Θυμός.

Στοπ.
Το αίμα κύλησε πια από τις πληγές.

Ξανά:

11. Σκοτάδι.
12. Ανασφάλεια.
13. Προδοσία.
14. Χολή.
15. Επανεκκίνηση.

Το ατσάλι ξέρει πώς να βασανίζει.
Ξέρει πως να ξεγελά.
Σκίζει τον αέρα:

16. Χίμαιρες.
17. Ιδέες.
18. Επαναστάσεις.
19. Πόλεμοι.
20. Κατάρρευση.

Ο Ήλιος καίει.
Ο Ιδρώτας κυλάει στις πληγές.
Όλα θολώνουν:

21. Γνωριμία.
22. Πρόκληση.
23. Γρίφοι.
24. Έλξη.
25. Εμμονή.

Το λεπίδι τινάζεται ψηλά.
Οι σάρκες κυλάνε το χώμα.
Μαρτύριο:

26. Έρωτας (;)
27. Απογοήτευση.
28. Αηδία.
29. Μίσος.
30. Κενό.

Πώς είναι δυνατή η ζωή;
Τόσες πληγές. Πού είναι ο Θάνατος;
Είναι σαδιστής:

31. Εγώ.
32. Αλαζονεία.
33. Οργή.

34. Εκδίκηση.
35. Αποτυχία.

Πρόσωπα θολά περιπαίζουν.
Το κρανίο τρίζει. Η ανάσα πιάνεται.
Και η σάρκα σκίζεται ξανά:

36. Αποδοχή.
37. Ντροπή.
38. Παραίτηση.
39. Καθημερινότητα.
40. Συμβιβασμός.

Δεν συμβαίνει.
Δεν συμβαίνει.
Δεν συμβαίνει:

41. Ευτυχία (;)
42. Έργο (;)
43. Αμφιβολία (;)
44. ΟΧΙ
45. ΝΑΙ (;)

Πόνος. Πόνος. Πόνος.
Γιατί;
ΟΜΟΛΟΓΩ. ΈΝΟΧΟΣ.

46. Συγκρούσεις.
47. Μισαλλοδοξία.
48. Συμφιλίωση.
49. Λήθη.
50. Επαναλήψεις.

Και το λεπίδι δε σταματά ποτέ το έργο του.

Μόνο κόκκινο. 
Ξανά.
Ξανά.
Ξανά.
.

.
.
.
.
.
.
.
.
995. Αρρώστια.
996. Αργοξέφτισμα.
997. Αμφιβολία.
998. Μετάνοια.
999. Ματαιότητα.
1000. ΘΑΝΑΤΟΣ.


Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012


"Abyssus abyssum invocat in voce cataractarum tuarum; omnes gurgites tui et fluctus tui super me transierunt."



"Άβυσσος προσκαλεί άβυσσον εις τον ήχον των καταρρακτών σου· πάντα τα κύματά σου και αι τρικυμίαι σου διήλθον επ' εμέ."











Ιρις, τα φαντάσματα σου,
σε μιά στιγμή,
με φτιάξαν 
και με καταστρέψανε!


Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Πώς η επικαιρότητα καταστρέφει το Ασυνείδητο.

Πέθανε, που λέτε, γιαγιά μου και ετοίμαζα ωραία και καλά τον τάφο στο Pere Lachaise (!!!!) όταν εμφανίστηκε ένα αμάξι για να με πάει στην εκκλησία.
Μπαίνω μέσα ωραία και καλά και φτάνω στην εκκλησία την ώρα που χαιρετούσαν τους τεθλιμμένους συγγενείς οι παρευρισκόμενοι... Παίρνω τη θέση μου δίπλα στη μάνα μου και ετοιμάζομαι να υποδεχτώ τον πρώτο: Ο Σαμαράς που βγάζει έναν δακρύβρεχτο λόγο για τη γιαγιά μου.
Πολύ προβληματίζομαι, αλλά δεν λέω τίποτα και περιμένω τον επόμενο: Ο Βενιζέλος που βγάζει και αυτός λόγο...
Μέχρι το τέλος έχουν εμφανιστεί όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (και είναι και πολλοί φέτος πανάθεμα τους) και έμενα έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια!
Τελικά αγανακτισμένη, αποφασίζω να ζητήσω εξηγήσεις από την μάνα μου, έτσι γυρνάω και έρχομαι μούρη με μούρη με τη Μπακογιάννη (προφανώς η γιαγιά μου είναι η Μαρίκα................) .........

"Δεν χαίρεσαι που η μανούλα σου θα σχηματίσει σύντομα κυβέρνηση συνεργασίας με το ΛΑΟΣ;;;" με ρωτάει πολύ χαρούμενη η 'μάνα' μου "θα μας ψηφίσει το κορίτσι μου, φυσικά! Έτσι δεν είναι;"

Ε, κάπου εκεί γυρνάω εγώ πολύ φρικαρισμένη και αναφωνώ:

"Τι λες ρε μάνα;;;; Εγώ αριστερά ψηφίζω!!!"



******************

Το σκηνικό αλλάζει και γίνεται πιο Quentin Tarantino meets David Lynch (καλά νταξει... Όχι  και τόσο):


Να μαι λοιπόν σε εκείνη τη άδεια λεωφόρο να οδηγώ ένα retro μαύρο αμάξι στα σκοτάδια με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στη θέση του συνοδηγού ένα περίστροφο.
Στις πίσω θέσεις βρίσκονται φιμωμένοι ο Καραμανλής, ο ΓΑΠ και ο Πάγκαλος.
Εγώ φυσικά από μπροστά κάθομαι και τους κράζω:

"και ΤΙ σας φταίνε οι συντάξεις και οι μισθοί των ανθρώπων;;;; Και αφού ΕΣΕΙΣ τα φάγατε ΕΣΕΊΣ να τα πληρώσετε!!! Α στο διάολο έχετε καταδικάσει ολόκληρο έθνος.... Η γιαγιά μου ρε στο χωριό που δεν μπορεί να πληρώσει τα φάρμακα της ΤΙ σας έκανε;;;; Αλλά τώρα θα δείτε! Θα σας ρίξω από το Σούνιο να σας φάνε τα ψάρια!"

Και με αυτά τα λόγια, βλέπω μια πινακίδα που λέει Σούνιο και στρίβω.....


............. Και κάπου εδώ ξυπνάω πανικόβλητη και λουσμένη στον ιδρώτα. Η επικαιρότητα έχει καταστρέψει το Ασυνείδητο μου ανεπανόρθωτα.

Ακόμα αδυνατώ να αποφασίσω ποιο soundtrack κολλάει πιο πολύ στο τελευταίο (επίσης προς τι οι επανειλημμένες αναφορές στην σχωρεμένη γιαγιά μου...) .





                 

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Μικρό Πορσελάνινο Κοριτσάκι.

photo, Hans Bellmer
Μικρό πορσελάνινο κοριτσάκι,
κάποια παιχνίδια δεν φτιάχτηκαν για σένα.
Τα ρούχα σου θα βρωμιστούν 
και το γυαλί θα σπάσει.
Μικρό πορσελάνινο κοριτσάκι,
η ομορφιά σου θα πάει χαμένη
εκεί που οι σκιές έχουν στήσει χωρό
και δεν υπάρχει χέρι να σε χαϊδέψει με αγάπη. 
Μικρό πορσελάνινο κοριτσάκι,
φύγε όσο προφταίνεις. 
Μη περιμένεις να μαζέψεις θρύψαλα,
οι φλόγες δεν θα σε προστατέψουν.
Μικρό πορσελάνινο κοριτσάκι,
μην περιμένεις να τα καταλαβαίνεις όλα.
Είναι φορές που η Άβυσσος την Άβυσσο καλεί,
και η εύθραυστη σου ομορφιά, παράταιρη φαντάζει.
Μικρό πορσελάνινο κοριτσάκι,
μη ξεγελιέσαι σε παρακαλώ.
Στα πέτρινα τα αγάλματα τα παγερά,
μόνο η κρύα πέτρα πρέπει.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Strange...

Σε ξέρω από χρόνια.
Από ψιθύρους του μυαλού όταν κοιμάται.
Από καθρέπτες που κοιτώ.
Από εφιάλτες.
Στροβιλιζόσουν σε καπνούς από τσιγάρα.
Στη θαμπάδα του αλκοόλ.
Αργά.
Σταθερά.
Χαραμίζεσαι για ένα ψέμα.
Βουλιάζεις χωρίς να νιώθεις.
Φοβάσαι.
Σε ήξερα πριν σε γνωρίσω.
Σε ξεχνάω πριν σε μάθω.





Τρίτη 15 Μαΐου 2012

This Vicious Cabaret




They say that there's a broken light for every heart on Broadway.
They say that life's a game, then they take the board away.
They give you masks and costumes and an outline of the story
Then leave you all to improvise their vicious cabaret...

In no-longer-pretty cities there are fingers in kitties.
There are warrants, forms, and chitties and a jackboot on the stair.
Sex and death and human grime, in monochrome for one thin dime,
But at least the trains all run on time but they don't go anywhere.
Facing their Responsibilities either on their backs or on their knees
There are ladies who just simply freeze and dare not turn away
And the widows who refuse to cry will be dressed in garter and bow-tie
And be taught to kick their legs up high in this vicious cabaret.

At last! The 1998 Show!
The ballet on the burning stage.
The documentary see
Upon the fractured screen
The dreadful poem scrwled upon the crumpled page...

There's a policeman with an honest soul that has seen whose head is on the pole
And he grunts and fills his briar bowl with a feeling of unease.
But he briskly frisks the torn remains for a fingerprint or crimson stains
And endevours to ignore the chins that he walks in to his knees.
while his master in the dark nearby inspects the hands, with a brutal eye,
That have never brushed a lover's thigh but have squeezed a nation's threat.
But he hungers in his secret dreams for the harsh embrace of cruel machines
But his lover is not what she seems and she will not leave a note.

At last! The 1998 Show!
The Situation Tragedy
Grand Opera slick with soap
Cliffhangers with no hope
The water-colour in the flooded gallery...

There's a girl who'll push but not shove and is desperate for her father's love
She believes the hand beneath the glove maybe one she needs to hold.
Though she doubts her hosts moralities she decides she is more at ease
In the Land Of Doing What You Please than outside in the cold.
But the backdrop's peel and the sets give way and the cast gets eaten by the play
There's a murderer at the Matinee, there are dead men in the aisles
And the patrons and actors too are uncertain if the show is through
And with side-long looks await their cue but the frozen mask just smiles.

At last! The 1998 Show!
The torch-song no one ever sings
The curfew chorus line
The comedy divine
The bulging eyes of puppets strangled by their strings

There's thrills and chills and girls galore, sing-songs and surprises
There's something hear for everyone, (reserve your seat today)
There's mischief and malarkies but no queers or yids or darkies
Wwithin this bastard's carnival, this vicious cabaret.

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Μπορεί η εξωτερικά να βλέπεις κάτι 
συνηθισμένο.
Αν όμως καταφέρεις να φτάσεις μέχρι τα υπόγεια.....
ΘΑ ΤΡΟΜΆΞΕΙΣ.

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Στη Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση.

Εν αρχή ην "The Kinks":



Στη συνέχεια πήραν τα ηνία οι "Oasis" ~και ο Rhys Ifans~ :



Και μετά, το πήραν μυρουδιά οι Έλληνες:



.... και αποφάσισαν να κάνουν και sequel Υπερπαραγωγή:











(αν ξέχασα κάτι, πειτε μου!)


ΥΓ. Ναι. Το alter ego μου φοράει πάντα top hat ~και γυαλιά τύπου Ozzy. Και γιλέκο. Και μωβ πουκάμισο. Και ριγέ κάλτσες....)
ΥΓ2: Μετά τον Victor Hugo, ωραίος τρόπος για να καταποντίσεις το "επίπεδο" του blog σου (at least, συμπεριλαμβάνονται The Kinks και Oasis....)!
ΥΓ3: Αυτά.


Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

ANArKH



"....And he flung away the hammer in a rage. Then he sank down so deeply on the arm-chair and the table, that Jehan lost him from view behind the great pile of manuscripts. For the space of several minutes, all that he saw was his fist convulsively clenched on a book. Suddenly, Dom Claude sprang up, seized a compass and engraved in silence upon the wall in capital letters, this Greek word




~ANArKH~.

"My brother is mad," said Jehan to himself; "it would have been far more simple to write ~Fatum~, every one is not obliged to know Greek."
The archdeacon returned and seated himself in his armchair, and placed his head on both his hands, as a sick man does, whose head is heavy and burning.
The student watched his brother with surprise. He did not know, he who wore his heart on his sleeve, he who observed only the good old law of Nature in the world, he who allowed his passions to follow their inclinations, and in whom the lake of great emotions was always dry, so freely did he let it off each day by fresh drains,--he did not know with what fury the sea of human passions ferments and boils when all egress is denied to it, how it accumulates, how it swells, how it overflows, how it hollows out the heart; how it breaks in inward sobs, and dull convulsions, until it has rent its dikes and burst its bed. The austere and glacial envelope of Claude Frollo, that cold surface of steep and inaccessible virtue, had always deceived Jehan. The merry scholar had never dreamed that there was boiling lava, furious and profound, beneath the snowy brow of AEtna."

Victor Hugo, Notre Dame de Paris.

Προχθές, επέστρεψα από ένα ταξίδι στο Παρίσι. Προφανώς πήγα και στη Notre Dame και ανέβηκα και τα 387 σκαλοπάτια μέχρι την κορυφή των πύργων της. Τα σκαλοπάτια ήταν στενά, απότομα, ελικωτά και ατελείωτα και στους τοίχους όντως υπήρχαν χαραγμένες λέξεις από χέρια ανθρώπων που έχουν πλέον ξεχαστεί... Η παρουσία του Claude Frollo με στοιχειώνει ακόμα και τώρα, αν και φανταστικό πρόσωπο......




Να, εδώ με τα καρντάσια.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Κορεσμός




Έχω κορεστεί. 
Σε μια λακκούβα γεμάτη άμμο και λίγο νερό
Ίσα ίσα να κάνει πηχτή λάσπη.
Εκεί βρίσκομαι θαμμένη.
Άμμος.
Άμμος πηχτή.
Παγωμένη.
Ξένη.
Εισβάλει στη μύτη, στο στόμα, στα αυτιά.
Φουσκώνει τα πνευμόνια. 
Γεμίζει το κρανίο και διαπερνάει το μυαλό .
Κατατρώει το σώμα. Γίνεται σώμα...
Και στο τέλος, ξεχνάω που τελειώνω εγώ, και που αρχίζει η μισητή λάσπη.
Ανοίγει το στομα να ουρλιάξει μα ξερνάει τη τούτη τη σιχαμερή ουσία. 
Εισπνέει ~άμμος~.
Εκπνέει ~άμμος~.
Ο ήλιος μαυρίζει.
Γίνεται άμμος.
Καταρρέει και με σκεπάζει.
Ήλιος-άμμος.
Όλα άμμος.
Ένα κορμί άμμος.
Ποια είμαι; 
Δε θυμάμαι! 
Θυμάμαι! 
Είμαι η Άμμος.
Κλείνω τα μάτια.
Μάτια από άμμο.
Κοιμάμαι.
Ξυπνάω.
Ένας εφιάλτης με βασάνιζε, αλλόκοτος.
Μα έχει περάσει πια.
Δεν τον θυμάμαι.
Σηκώνομαι. 
Και αγνοώ την άμμο που κυλάει από πάνω μου σε κάθε βήμα.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Notre Dame de Paris.




Preface.

"A few years ago, while visiting or, rather, rummaging about Notre-Dame, the author of this book found, in an obscure nook of one of the towers, the following word, engraved by hand upon the wall:--
       ANArKH.
These Greek capitals, black with age, and quite deeply graven in the stone, with I know not what signs peculiar to Gothic caligraphy imprinted upon their forms and upon their attitudes, as though with the purpose of revealing that it had been a hand of the Middle Ages which had inscribed them there, and especially the fatal and melancholy meaning contained in them, struck the author deeply.
He questioned himself; he sought to divine who could have been that soul in torment which had not been willing to quit this world without leaving this stigma of crime or unhappiness upon the brow of the ancient church.
Afterwards, the wall was whitewashed or scraped down, I know not which, and the inscription disappeared. For it is thus that people have been in the habit of proceeding with the marvellous churches of the Middle Ages for the last two hundred years. Mutilations come to them from every quarter, from within as well as from without. The priest whitewashes them, the archdeacon scrapes them down; then the populace arrives and demolishes them.
Thus, with the exception of the fragile memory which the author of this book here consecrates to it, there remains to-day nothing whatever of the mysterious word engraved within the gloomy tower of Notre-Dame,--nothing of the destiny which it so sadly summed up. The man who wrote that word upon the wall disappeared from the midst of the generations of man many centuries ago; the word, in its turn, has been effaced from the wall of the church; the church will, perhaps, itself soon disappear from the face of the earth.
It is upon this word that this book is founded.
March, 1831."


Victor Hugo, "Notre Dame de Paris"

Από τα αγαπημένα μου βιβλία.... Και όποιος καταλαβαίνει, δεν μπορεί παρά να αγαπήσει το σύνθετο του χαρακτήρα του Claude Frollo.....

Είχα πολύ καιρό να ανεβάσω ό,τιδήποτε εδώ... Λυπάμαι, και αποζημιώνω με ομοβροντία!

Αποσύνθεση.


Ρηχό Βάθος.
Βαθιά Ρηχότητα.
Τέλεια Ατέλεια.
Ατελής Τελειότητα.
Μνήμες.
Μια ύπαρξη δελεαστικά νεκρή,
να επιπλέει στη δική της φορμόλη.
Τριγυρισμένη από λερό, ψυχρό γυαλί.
Υπέροχα κάτωχρη.
Άσπιλη από το φως του Ήλιου.
Εκτεθιμένη- Απομονωμένη.
Προστατευμένη από το Χρόνο 
και εγκλωβισμένη στην ομορφιά της.
Εύθραυστη και Άψογη και Άψυχη.
Ελεύθερα φυλακισμένη.
Καταδικασμένη.
Δε γνώρισε σκουλήκια διακορευτές.
Δεν έμαθε τα μυστικά τους.
Η Σάρκα δε φαγώθηκε από αγρίμια.
Το νερό δε κύλησε σε άδειες κόγχες.
Το χώμα δεν έγινε Σάβανο,
ούτε η Νύχτα κρασί για τα γυμνά οστά.
Η φωτιά δε μεταμόρφωσε.
Ο αέρας δε ταξίδεψε ποτέ.
Αυτό το σκυθρωπό πτώμα αγάπησα.
Κλεισμένο στη γυάλα.
Τόσο κοντά και τόσο μακρυά.
Να αρνείται την Ελευθερία της Αποσύνθεσης...