Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

7 χρόνια πριν.

Ήρθαν με την έκλειψη
και με ένα μικρό τετραδιάκι.
Με χαμόγελα πλατιά
και μεγάλα αθώα μάτια.
Με κάναν και τους αγάπησα
σαν μίσησα όλους τους άλλους.
Η μυρουδιά τους πότισε
τους χειμώνες της νιότης μου.
Μαζί ζήσαμε και άσχημα
μα και όμορφα.
Μα ΖΗΣΑΜΕ.
Στο δικό μας παραμύθι.
Στη δικιά μας στοιχειωμένη χώρα.
Και αν οι δρόμοι μας χωρίσανε,
και αν ο καιρός μας άλλαξε
~ίσως μας σακάτεψε~.
Και αν οι άλλοι φύγανε απ'τη ζωή μου,
με κρότο, ή ίσως σιγανά,
για σας έχω φυλάξει
μια θέση στην καρδιά μου!
Μην το ξεχάσετε!


Για τους: 
την Χ. 
την Α. 
τον Θ.
και τον Γ.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Ο Άνθρωπος της Σελήνης.

        "Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό που δεν υπάρχει πια στους χάρτες, εμφανίστηκε ένας νεαρός μουσικός. Ήρθε σιγανά κι αθόρυβα, εγκαταστάθηκε στις παρυφές του δάσους και έπαιζε, ολημερίς και ολονυχτίς, μια μουσική, τόσο θλιβερή, που όμοια της κανείς δεν είχε ξανακούσει. Είχε όψη αγγελική και δυο μεγάλα μάτια τόσο καθάρια και διάφανα που όσοι τα κοίταξαν, ορκίστηκαν πως μπορούσαν μέσα τους, να δουν την ψυχή του να καθρεπτίζεται λευκή και εκτυφλωτική, σαν χιόνι στον πρωινό ήλιο. Δεν ήταν άνθρωπος, ψιθύριζαν μεταξύ τους τις νύχτες στα καπηλειά. Δεν θα μπορούσε. Δεν γνώριζαν τίποτε για την γενιά του και ποτέ άλλοτε ανθρώπινη μήτρα είχε γεννήσει κάτι τόσο τέλειο. Φήμες δίναν και παίρναν για την καταγωγή του: Κάποιοι λέγαν, πως ήσαν παιδί θεών που ζήλεψαν την ομορφιά του και τον εξόρισαν. Άλλοι λέγαν πως ήταν αερικό, ακίνδυνο, που ταξιδεύει με την τραμουντάνα και πως η επόμενη καταιγίδα θα το πάρει μακριά. Υπήρχε και μια ιστορία όμως, που έκανε τις καρδιές των χωρικών να σπαρταρούν απ'τον φόβο, σαν στάχυα στ' αγέρι της νυχτιάς: Ήταν σπέρμα δαιμόνου και μάνα του η Λάμια, μουρμούριζαν σκυθρωποί, κι ήρθε να φέρει το θανατικό και να χαλάσει τις παρθένες κόρες του χωριού. Να κλέψει την αγνότητα τους, την ομορφιά τους. Να την κάνει δικιά του. 
         Κι όπως γίνεται πάντοτε με τους ανθρώπους, η πιο κακή απ'όλες τις ιδέες, φούντωσε και θέριεψε στα μυαλά τους, τους πάγωσε και τους τύλιξε σφιχτά. Μεγάλος τρόμος απλώθηκε στο χωριό. Οι νέοι κλαίγαν για τo κακό που τους βρήκε κι οι γέροι, οι σοφοί, ξεσκόνιζαν τις σαρακοφαγωμένες αναμνήσεις τους, μη βρουν εκεί τη λύση.  Οι τραμουντάνες ήρθαν και έφυγαν, μα το "στοιχειό" δεν τις ακολούθησε. Μόνο έμεινε ασάλευτος εκεί, στην άκρη του δάσους, να παίζει τις τρομερές μελωδίες του και το χωριό παρέλυσε, περιμένοντας την επικείμενη καταστροφή (και ας μην προσπάθησε ποτέ, ο νέος να τους βλάψει).
           Κάποτε, η παγωνιά αυτή του τρόμου, υψώθηκε και έφτασε ως την Σελήνη. Χώθηκε κάτω από το δέρμα της και την ξύπνησε απ τον βαθύ της ύπνο. Έτσι και αυτή κίνησε να κατεβεί στη Γη να βρει αυτό που της τάραξε την γαλήνη. Ώσπου τα βήματά της την έβγαλαν σ'εκείνο το μικρό χωριό. Βρήκε τους γέροντες και ζήτησε να μάθει τι είχε συμβεί:
"Είναι το Στοιχειό, Κυρά, που ήρθε να μας χαλάσει! Εξολόθρεψέ το, σε παρακαλούμε, και εμείς σκλάβοι σου θα είμαστε αιώνια!" 
Η Σελήνη που δεν μπορούσε να αρνηθεί τέτοια προσφορά, γίνηκε αόρατη και γλίστρησε μαζί με την πάχνη ως στην άκρη του χωριού, να βρει το "στοιχειό" και να το τελειώσει. Μα σαν τα μάτια της αντίκρυσαν τη απόκοσμη θωριά του, μαγεύτηκαν κι όλα τα θαύματα της γης χάσαν την ομορφιά τους.
Στο άκουσμα της μουσικής του βούρκωσαν και το χέρι της ~το δυνατό και αδίσταχτο~ λάθεψε καθώς το μαχαίρι που κράδαινε έπεσε στο χώμα. Πώς να σκοτώσει τέτοιο πλάσμα υπέροχο; Το αίμα του κατάρα θα ταν πάνω της. Η απώλεια του, λεπίδι που θα τις έσκιζε την καρδιά και θα κλεβε κάθε νόημα απ'τη ζωή της. Για ώρες έστεκε, κρυμμένη στις σκιες και βάλθηκε να τον κοιτά και να τον αφουγκράζεται, μέχρι που ρόδισε η ανατολή και αυτή, άπραγη, εξαφανίστηκε και δεν την ξανάδε κανείς σ'αυτά τα μέρη.
             Πέρασαν αρκετές βδομάδες, όταν μια νύχτα που το φεγγάρι ήταν στην γέμιση του, ο νεαρός μουσικός μπήκε στο δάσος να κόψει ξύλα. Τα βήματά του τον οδήγησαν σε ένα ξέφωτο. Άφησε κάτω την λύρα του και ετοίμασε το τσεκούρι του, όταν μια λεπτή ασημένια ανεμόσκαλα έπεσε από τον ουρανό μπροστά του. Ο νέος, αδυνατώντας να τιθασεύσει την περιέργειά του, την σκαρφάλωσε και άρχισε να ανεβαίνει και να ανεβαίνει ψηλά ψηλά στον ουρανό, μέχρι που έφτασε στο φεγγάρι και η Σελήνη τον έκρυψε για παντα στην αγκαλιά της.
             Έκτοτε, ποτέ κανείς χωρικός δεν τον ξανάδε σ'αυτή τη γη, αλλά λένε πως αν κοιτάξεις προσεκτικά την Πανσέληνο, θα τον δεις  ~μια μαύρη σκια~ φυλακισμένο στην αργυρή αγκαλιά της Σελήνης."

            Αυτή την  ιστορία -λίγο πιο απλοποιημένη- μου έλεγε η γιαγιά μου σε κάθε Πανσέληνο, όταν ήμουν μικρή..... Θυμάμαι μάλιστα να της λέω πως κάποτε, όταν θα μεγάλωνα, θα πήγαινα στο φεγγάρι μια Πανσέληνο και θα ελευθέρωνα τον φυλακισμένο της.....