Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Apologiae: I. Il Principe

Πεθαίνω... Το νιώθω μέσα βαθιά στο γέρικο σώμα μου. Ο καιρός πλησιάζει. 
 Πώς το ξέρω;  Κατ' αρχάς η αδυναμία του σώματος, το γήρας, η φθορά στον Κολοφώνα της... Μετά...Κρύο... Το κρύο που με αγκαλιάζει μέρα με την μέρα όλο και περισσότερο. Η αίσθηση, τις νύχτες, πώς οι τοίχοι της κάμαράς μου πλησιάζουν σταδιακά προς το μέρος μου, σαν να θέλουν να με συνθλίψουν... Πνίγομαι... Περίεργο. Συνήθως, λένε πως του θανάτου προηγείται γαλήνη... Είμαι τελικά τόσο υλιστικό πλάσμα, που υποσυνείδητα, γαντζώνομαι στην ζωντανή μου ύπαρξη, τόσο που αρνούμαι στον εαυτό μου την γαλήνη της παράδοσης στο αναπόφευκτου; Πολύ πιθανό... Ποιός ξέρει τι σόι κόλαση με περιμένει μετά τον θάνατο... Μια χαρά έχω βολευτεί εδώ.


Ύστερα είναι, αυτή η περίεργα, παρανοϊκή ευκρίνεια που έχει αποκτήσει η όρασή μου τις τελευταίες ώρες... Μια περίεργη αντίληψη του χώρου...Ψυχωτική. Ξαφνικά τα πάντα μέσα στην ημισκότεινη κάμαρά μου είναι λές και τα βλέπω πρώτη φόρα. Ανακαλύπτω λεπτομέρειες που τόσα χρόνια αγνοούσα. Είτε επειδή δεν ενδιαφερόμουν να τις μάθω, είτε επειδή δεν είχα χρόνο να κοιτάξω πιο καλά. Είναι όπως όταν βλέπεις ένα αγαπημένο πρόσωπο, και ξέρεις πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά που το βλέπεις. Δεν είναι περίεργο; Το πώς ξαφνικά το βλέμμα σου ανακαλύπτει τα πιο ανεπαίσθητα, τα πιο μικρά χαρακτηριστικά, όπως εκείνο το λακάκι στο μάγουλο, τις μικρές αδιόρατες φλεβίτσες κάτω από τα μάτια, εκείνο τον αποχρωματισμό του δέρματος στην βάση του λαιμού,  και προσπαθεί να τα αποθηκεύσει στην μνήμη σου, έτσι ώστε να έχει την πιο λεπτομερή εικόνα αποθηκευμένη για πάντα στον εγκέφαλο... 



Ναι, πεθαίνω... Δεν υπάρχει αμφιβολία πια. Είναι θέμα χρόνου. Είναι αργά την νύχτα, αλλά δεν με πιάνει ύπνος. Αισθάνομαι τα αυτιά μου να βουίζουν... Ένταση. Αλλά γιατί; Κοιτάζω άσκοπα στην κάμαρά μου. Εκεί πάνώ στο τραπέζι, δίπλα στο αναμμένο κερί, βρίσκεται η πένα μου, φθαρμένη και αυτή, και ετοιμόρροπη σαν και εμένα ,(πόσα χαρτιά έχει υπογράψει όλα αυτά τα χρόνια; Θα μπορούσε να πει κανείς πως έχει γράψει αυτή μέρος της Ιστορίας... Το δίχως άλλο θα πεταχτεί μετά τον θάνατό μου, είναι πλέον σχεδόν άχρηστη), και δίπλα της ένα κομμάτι βρώμικο χαρτί... Η ματιά μου καρφώνεται εκεί. Η πένα, και το χαρτί μου τραγουδάνε, τα ακούω να λένε το όνομά μου. Είναι υπνωτική η μελωδία. Μεγάλος ο πειρασμός, πώς να αντισταθεί κανείς; Ποτέ δεν ήμουν ο άνθρωπος που αντιστεκόταν στους πειρασμούς. Κάθομαι στο γραφείο μου, και πέρνω την πένα στο χέρι μου. Καθώς την βουτάω στο μελάνι συνειδητοποιώ πόσο τρέμει το χέρι μου. Τα γράμματά μου δεν είναι σε καμία περίπτωση ευανάγνωστα... Τι καλά που αυτά που γράφω δεν προορίζονται για τα μάτια κανενός, πέραν των δικών μου...



Και έτσι λοιπόν αρχίζω να γράφω. 


"Πεθαίνω. Κάπου εδώ τελειώνει η Ιστορία μου. Δεν παραπονιέμαι όμως. Θα θρηνήσει τον χαμό μου πολύς κόσμος.... Πάρα πολύς. Λένε πως μπορεί μετά τον θάνατο να αγιοποιηθώ κιόλας. Ακόμα και τότε ανάμεσα στην Ελίτ.  Ναι, ένα ολόκληρο έθνος έχει να μιλάει για την αρετή μου. Για τις αγαθοεργίες μου. Για το πώς ποτέ δεν υπήρξε κανένας που να με αμφισβητήσει. Ένας Θεόσταλτος Σωτήρας δεν είναι ποτέ δυνατό να έχει εχθρούς! 
Όλοι ακολουθούν τον λόγο μου δίχως καμία αντίρρηση, για να το λέω εγώ δεν έχω άδικο. Είμαι φωτισμένη ύπαρξη... Η παρακοή θα είναι ολέθρια. Και κάπως έτσι έχω τους πάντες κάτω από το δάχτυλό μου, έτοιμους να κανούν τα πάντα για την αγιότητα μου. Η εξουσία μου, απόλυτη...


Είναι αλήθεια. Είμαι το δώρο μιας ανώτερης οντότητας σε αυτόν τον κόσμο, και μου αξίζει να χαίρω της λατρείας και του σεβασμού όλων.


Σαχλαμάρες, λέω εγώ!


Δεν είμαι κανένας Μεσσίας. Δεν είμαι Άγιος. Να! Το είπα. Το παραδέχτηκα. Ένα υποκείμενο σαν όλους τους άλλους είμαι και εγώ! Βρώμικο. Σάπιο. Και μ'αρέσει που είμαι έτσι, δεν μ' αρέσει; Μα βέβαια! Όλα είναι τόσο εύκολα από την κορυφή! Πώς κατέληξε μια απάτη να λατρεύεται, σαν ότι πιο κοντινό υπάρχει στο Θείο, πώς κατέληξε να έχει τόση Δύναμη, θα ρωτήσει κανείς... Σε ένα κήρυγμα θα απαντούσα πως, οι "απάτες" δεν εξελίσσονται. Στις απάτες, η μόνη μοίρα που πρέπει είναι, η πυρά, και ο θάνατος αντάξιος ενός Αιρετικού, αλλά εδώ που έφτασα δεν έχει νόημα να ψεύδομαι... Όχι στον εαυτό μου.


Εγώ ήμουν μια απάτη, που ήξερε πολύ καλά να παίζει τα χαρτιά της... Ήξερα να κινούμαι στα παρασκήνια, να λειτουργώ κοιτώντας το δικό μου συμφέρον και να το προβάλω σαν το συμφέρον όλων. Πειθώ, διπλωματία και φυσικά ευφυΐα και έμφυτη πανουργία, είναι απαραίτητα χαρίσματα. Έγω τα κατείχα... Λίγο οι παθιασμένοι λόγοι, λίγο η μάσκα της ενάρετης προσωπικότητας που φορούσα, και οι ευνοϊκές συγκυρίες, και κατά πολύ οι ικανότητες χειραγώγησης που κατείχα... Όλα έπαιξαν τον ρόλο τους, και σύντομα ανήλθα στα ύψη που βρίσκομαι τώρα. Ένα απελπισμένο πλήθος πάντα αναζητά μεσσιανικές φιγούρες, και εγώ φρόντισα να πληρώ όλες τις προδιαγραφές... Θέλουν να βλέπουν τον κόσμο ως ασπρόμαυρο, Δισδιάστατο, και αυτό με συνέφερε. Άστους λοιπόν στα παραμύθια τους!


Φυσικά και είχα εχθρούς. Ποιός δεν έχει; Υπήρχαν και άτομα που ήταν επικίνδυνα για εμένα. Για αυτούς ύφανα έναν πολύ ωραίο ιστό, και μια πολύ ωραία οφθαλμαπάτη για τους λοιπούς. Οι εχθροί μου στιγματίζονταν, τους καταδίκαζα ως τους 'κακούς' του παραμυθιού που είχα πλέξει! Οι άλλοι τους μισούσαν, χωρίς να κατανοούν και τόσο τον λόγο η αλήθεια... Στο τέλος όσοι μου αντιτάσσονταν, κατέληγαν με τον τίτλο του Αιρετικού. Παρίες της κοινωνίας, και στην χειρότερη απανθρακωμένοι...


Ναι, αλλά πως τα κατάφερνα όλα αυτά μόνος μου, θα ρωτούσε πάλι κάποιος, και υπό άλλες συνθήκες θα απαντούσα, πώς κάποια ανώτερη δύναμη μου έδινε την δύναμη... Στη πραγματικότητα, είχα τους βοηθούς μου... "Φίλους" θα αποκαλούσαν εκείνοι τους εαυτούς τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά τα τρόπαια μου... τα υποχείρια μου, που θα αναλάμβαναν τις βρομοδουλειές μου ευχαρίστως, νομίζοντας πώς επιτελούν θεϊκό έργο... Δεν είχα πολλά τέτοια τρόπαια, δεν με ενδιαφέρει να συλλέγω πολλά τρόπαια στο κάτω κάτω. Θέλω μόνο τα πιο ισχυρά, καθότι αυτά είναι και τα πιο χρήσιμα!


Και τώρα πεθαίνω. Η Ιστορία μου τελειώνει κάπου εδώ. Χάρηκα στην ζωή μου δόξες και τιμές, πάνω σε έναν θρόνο ριζωμένο σε νεκρά σώματα και ψέμματα. Ακόμα και μετά τον θάνατό μου, θα με τιμούν, όπως δεν τιμήθηκε ποτέ κανείς άλλος. Είναι περίεργο που δεν γαληνεύω λοιπόν; Μετά τον θάνατο ποιός ξέρει τι θα με βρει; Σίγουρα πάντως όχι η ίδια πολυτέλεια που βιώνω τώρα. Μερικές φορές αισθάνομαι στον ύπνο μου  ένα ρίγος να με διαπερνά, νιώθω την οσμή της καμένης σάρκας, τα ουρλιαχτά των καιόμενων θυμάτων μου. Ένα ένα τα πρόσωπα τους περνάνε μπροστά από τα κλειστά μου μάτια, και όταν ξυπνάω, αναρωτιέμαι αν είμαι πράγματι τόσο μακάριος, όσο νομίζω, τυλιγμένος στο κουκούλι με τα ψέμματα που ο ίδιος έχω πλέξει... Αυτή η αμφιβολία βέβαια κρατάει πολύ λίγο. Έχω όσα δεν έχει κανείς άλλος, πώς να μην είμαι μακάριος...;"


Αυτό ήταν. Δεν έχω τίποτα άλλο να γράψω. Η πένα πέφτει από τα χέρια μου, με ένα σιγανό 'κλάκ' πάνω στο τραπέζι... Ξαναδιαβάζω τι έγραψα. Μια τελευταία ανεπίσημη εξομολόγηση πριν τον Θάνατο... Αυτά που γράφτηκαν είναι πολύ επικίνδυνα. Δεν προορίζονται για τα μάτια άλλου... 


Έχει περάσει η ώρα, και το κερί κοντεύει να σβήσει πια... Με έναν αναστεναγμό, σιγά σιγά το χέρι μου απλώνεται προς το χειρόγραφό μου, ακόμα πιο σιγά, ευλαβικά σχεδόν, το μεταφέρει λίγα εκατοστά πάνω από την θερμή κίτρινη φλόγα του κεριού... Ένας στιγμιαίος δισταγμός... Ο καρπός μου λυγίζει, ανεπαίσθητα, αλλά αρκετά για την φλόγα, που γραπώνει, την άκρη της σελίδας....


Βλέπω σαν υπνωτισμένος, την φωτιά να κατατρώει σιγά σιγά το χαρτί και τα λόγια μου... Μένω εκεί μέχρι που η εξομολόγησή μου, δεν είναι πάρα μια στοίβα από στάχτες στο πάτωμα της κάμαράς μου.


Αυτά που έιχαν γραφτεί δεν προορίζονταν για τα μάτια άλλων... 


Με έναν τελευταίο αναστεναγμό, σηκώνομαι απ'την καρέκλα μου, και ξαπλώνω στο κρεβάτι, τα κόκκαλά μου, το σώμα μου, τα πάντα πονάνε... Ξάπλωμένος, αισθάνομαι το κρύο της κάμαρας πιο έντονο από πριν... Βυθίζομαι στον ύπνο, και ξέρω πώς αυτή την φόρα δεν θα ξυπνήσω για να δω το φως του επόμενου πρωινού... Καθώς το σκοτάδι με τυλίγει, μια μυρωδιά με γεμίζει. Είναι άραγε το καμμένο χαρτί; Αν ναι, τότε γιατί μου θυμίζει καμένη σάρκα; Και ο άνεμος; Πότε άρχισε να ουρλιάζει τόσο... Ανθρώπινα; Με τόση αγωνία; Πίσω απ΄τα κλειστά μου μάτια εισβάλλουν ανθρώπινα πρόσωπα,  άγνωστα, και ταυτόχρονα τόσο περίεργα οικεία... Παραμορφωμένα, από τον πόνο και τις φλόγες... Σκαμμένα....


Πέρνω μια όσο πιο μακάρια έκφραση μπορώ... Δεν κάνει να χαλάσω το παραμύθι τώρα...


Αλίμονο, ακόμα και στον Θάνατο, με μια Μάσκα πάω....
~ΤΕΛΟΣ~


"My plans unfold
these truths I've sold

From God I'm sent

or so I'm told..."




Johnny Hollow~Rasputin



 Απ'αυτό το τραγούδι μου ήρθε ή όλη ιδέα για τα Apologiae... Το παραθέτω λοιπόν!
Καλή σας Μέρα (γιατί μέχρι να το τελειώσω, ξημέρωσε! :P )

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συναρπαστικο...ως το τελος!

Amaris de Villeneuve είπε...

Χαίρομαι που σ'άρεσε! Καλώς ήρθες και στο Blog μου! :)

~DramaQueen~ είπε...

απιστευτο...:)